Πατριάρχης Γερμανός Ε΄
Πατριάρχης Γερμανός Ε΄ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Γερμανός Ε΄ (Ελληνικά) |
Γέννηση | 6 Δεκεμβρίου 1835 Κωνσταντινούπολη |
Θάνατος | 19 Δεκεμβρίου 1920 Κωνσταντινούπολη |
Τόπος ταφής | Καντίκιοϊ |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Θρησκεία | Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ελληνικά |
Σπουδές | Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ιερέας |
Συγγενείς | Μητροπολίτης Λέρου και Καλύμνου Απόστολος (ανιψιός) |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Πατριάρχης Γερμανός Ε΄ (6 Δεκεμβρίου 1835 - 19 Δεκέμβριος 1920) ήταν Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης κατά τα έτη 1913-1918.
Η ζωή του
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γεννήθηκε στον Μπαλατά του Φαναρίου το Δεκέμβριο του 1835 και το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος Καβακόπουλος. Σπούδασε στα Ιεροσόλυμα, στην Αθήνα και στη Θεολογική Σχολή Χάλκης, από όπου έλαβε πτυχίο το 1863. Το ίδιο έτος χειροτονήθηκε Διάκονος και το 1864 έγινε Αρχιδιάκονος του Πατριάρχη Σωφρόνιου.
Διετέλεσε Μητροπολίτης Κω (1867), Ρόδου (1876 - 1888), Ηρακλείας (1888 - 1897) και Χαλκηδόνος (1897 - 1913). Υπήρξε από τους πρωτοστάτες, κατά τα έτη 1886 - 1897 των προσπαθειών για τη μη επάνοδο του εξόριστου Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ του Μεγαλοπρεπούς[1]. Λόγω της αντιπαράθεσής του με την Υψηλή Πύλη στο λεγόμενο «προνομιακό ζήτημα» (προσπάθεια κατάργησης των προνομίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας) διεγράφη επανειλημμένως από τον κατάλογο των προς πατριαρχία εκλογίμων (1891, 1897, 1901)[2]. Τελικά στις 28 Ιανουαρίου του 1913 εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης.
Η Πατριαρχία του
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά την πατριαρχία του, χάρη στην πατριαρχική κεντρική εκπαιδευτική επιτροπή, συνετάγησαν νόμοι για τα διδακτικά βιβλία και τους δασκάλους αλλά αποσυντέθηκαν πλήρως οι διατάξεις των Εθνικών Κανονισμών για τη συγκρότηση Συνόδου και Εθνικού Συμβουλίου. Είχε ενεργό ρόλο σε διορθόδοξες πρωτοβουλίες και συνέχισε να κρατάει σθεναρή στάση στο λεγόμενο «προνομιακό ζήτημα». Παρά ταύτα δεν κατέστη ποτέ αγαπητός στο λαό. Αν και θεωρούνταν σοφός και πεπειραμένος[3], ο χαρακτήρας του ήταν αυστηρός[α] και ο τρόπος διοίκησής του αυταρχικός, πράγμα που δημιούργησε αντιπάθειες ως και ρήξεις εντός της Συνόδου. Η μετριοπαθής στάση που κράτησε κατά τους χριστιανικούς διωγμούς σε Θράκη και Μικρά Ασία από τους Νεότουρκους αποδίδεται στην μεγάλη ηλικία του και την κλονισμένη υγεία του, που τον είχαν κάνει λιγότερο δυναμικό από το παρελθόν[1]. Όλα αυτά οδήγησαν στη δημιουργία αντιπολιτευτικής μερίδας Μητροπολιτών εντός της Συνόδου.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, θορυβημένος από τις συνθήκες διχασμού που δημιουργούνταν στην ομογένεια, έστειλε τηλεγράφημα στην Ελληνική Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη, με το οποίο ζητούσε από τους αρχιερείς να μην προβούν σε καμιά ενέργεια κατά του Πατριάρχη, ενόψει της επικείμενης υπογραφής ανακωχής και των νέων συνθηκών που επρόκειτο να δημιουργηθούν για τον Ελληνισμό στις δυο πλευρές του Αιγαίου[4]. Ο Προύσης Δωρόθεος όμως, που επιθυμούσε ο ίδιος να γίνει Πατριάρχης, το απέκρυψε γνωστοποιώντας το μόνο στον Φιλαδελφείας Χρυσόστομο.
Προκειμένου να κατευνάσει τα πνεύματα, αποφάσισε να τελέσει μνημόσυνο «υπέρ των πεσόντων και εξαφανισθέντων κατά την εμπόλεμον περίοδον», το οποίο όμως μετατράπηκε σε εκδήλωση δημόσιας κατακραυγής εναντίον του. Έτσι, στις 7 Οκτωβρίου 1918 συγκεντρώθηκε μεγάλο πλήθος που οι διοργανωτές συγκέντρωσαν από ολόκληρη την Πόλη και τον αποδοκίμασαν μέσα στον Πατριαρχικό Ναό. Αναγκάστηκε να αποσυρθεί στην Χαλκηδόνα (Kadikoy), από όπου έστειλε την παραίτηση του στις 12 Οκτωβρίου 1918. Ακολούθησε τριετής χηρεία του Θρόνου, με τοποτηρητή τον Προύσης Δωρόθεο (Μαμμέλη)[5].
Μετά την παραίτησή του διέμεινε στην ιδιωτική του κατοικία στην Χαλκηδόνα, όπου απεβίωσε τον Δεκέμβριο του 1920. Ετάφη στο προαύλιο του Ιερού Ναού Αγίας Τριάδος Χαλκηδόνας[6]. Υπήρξε ο τελευταίος εκπρόσωπος του «γεροντικού συστήματος», ο τελευταίος Πατριάρχης που εξελέγη επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο τελευταίος που έλαβε το αυτοκρατορικό βεράτιο, την πολιτειακή δηλαδή αναγνώριση από τον Σουλτάνο[7].
Υποσημειώσεις και παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Υποσημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 Μάμαλος 2009, σελ. 5.
- ↑ Εκκλησιαστική Αλήθεια αριθ. 51 (40): 472-473. 26 Δεκεμβρίου 1920.
- ↑ «Ο Αριστείδης Πανώτης περί της προσεγγίσεως των χριστιανών». Φως Φαναρίου. Ανακτήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 2022.
- ↑ Μαυρόπουλος 1960, σελ. 93.
- ↑ Ελευθερουπόλεως, Σωφρόνιος. «Item 12 - Σφραγίδα του τοποτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου». Γενικά Αρχεία του Κράτους. Ανακτήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 2022.
- ↑ «Ο Οικουμενικός Πατριάρχης στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης». Απογευματινή (12379): 2. 18 Μαΐου 2021.
- ↑ Κονόρτας 1998, σελ. 103.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μάμαλος, Γεώργιος-Σπυρίδων (2009). Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στο επίκεντρο διεθνών ανακατατάξεων (1918-1972): εξωτερική πολιτική και οικουμενικός προσανατολισμός. Διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ).
- Μαυρόπουλος, Δημήτρης (1960). Πατριαρχικαί Σελίδες, Το Οικουμενικό Πατριαρχείο από 1878-1949. Αθήνα.
- Κονόρτας, Παρασκευάς (1998). Οθωμανικές Θεωρήσεις για το Οικουμενικό Πατριαρχείο, 17ος - αρχές 20ού αιώνα. Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.