verre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

verre < παλαιά γαλλική voirre < λατινική vitrum

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vɛʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
verre verres

verre (fr) αρσενικό

  1. το ποτήρι
    un verre d'eau - ένα ποτήρι νερό
  2. το γυαλί
    le verre est fragile - το γυαλί είναι εύθραυστο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]