verrée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
verrée < verre

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
verrée verrées

verrée (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη verre