verrée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- verrée < verre
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
verrée | verrées |
verrée (fr) θηλυκό
- (Ελβετία) συγκέντρωση όπου σερβίρονται ποτά (συμπόσιο)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη verre