vers

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: vair, ver, verre, vert, Verts

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Πρόθεση

[επεξεργασία]

vers (fr)

Il avance vers Athènes. Προχωρά προς την Αθήνα.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vers (fr) αρσενικό

Ce poème a dix vers. Αυτό το ποίημα έχει δέκα στίχους.

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

vers (fr)

  • πληθυντικός του ver

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]