remote
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | remote |
συγκριτικός | remoter / more remote |
υπερθετικός | remotest / most remote |
remote (en)
- απομακρυσμένος
- ⮡ The excavation site is remote.
- Η τοποθεσία της ανασκαφής είναι απομακρυσμένη.
- ⮡ The excavation site is remote.
- παραμικρός, ελάχιστος
- ⮡ There is still a remote chance that they will find her.
- Υπάρχει ακόμη μια παραμικρή πιθανότητα να τη βρουν.
- ⮡ I don't have the remotest idea what you're talking about.
- Δεν έχω την ελάχιστη ιδέα για το τι λες.
- ⮡ There is still a remote chance that they will find her.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
remote | remotes |
remote (en)