Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Ειδικές σελίδες
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά
(el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά
(el)
υποενότητας
1.1
Μετοχή
1.1.1
Δείτε επίσης
1.1.2
Συγγενικά
1.1.3
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
απομακρυσμένος
2 γλώσσες
English
Malagasy
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απομακρυσμέν
ος
η
απομακρυσμέν
η
το
απομακρυσμέν
ο
γενική
του
απομακρυσμέν
ου
της
απομακρυσμέν
ης
του
απομακρυσμέν
ου
αιτιατική
τον
απομακρυσμέν
ο
την
απομακρυσμέν
η
το
απομακρυσμέν
ο
κλητική
απομακρυσμέν
ε
απομακρυσμέν
η
απομακρυσμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απομακρυσμέν
οι
οι
απομακρυσμέν
ες
τα
απομακρυσμέν
α
γενική
των
απομακρυσμέν
ων
των
απομακρυσμέν
ων
των
απομακρυσμέν
ων
αιτιατική
τους
απομακρυσμέν
ους
τις
απομακρυσμέν
ες
τα
απομακρυσμέν
α
κλητική
απομακρυσμέν
οι
απομακρυσμέν
ες
απομακρυσμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
[
επεξεργασία
]
απομακρυσμένος
, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
απομακρύνω
Δείτε επίσης
[
επεξεργασία
]
απομακρυνόμενος
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
→
δείτε
τις
λέξεις
απομακρύνω
και
μακρύς
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
απομακρυσμένος
αγγλικά
:
distant
(en)
γαλλικά
:
isolé
(fr)
,
retiré
(fr)
,
seul
(fr)
,
confiné
(fr)
,
cloîtré
(fr)
Κατηγορίες
:
Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Μετοχές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
απομακρυσμένος
2 γλώσσες
Προσθήκη θέματος