promu
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- promu < promouvoir
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | promu | promus |
θηλυκό | promue | promues |
promu (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη promotion