poll
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
poll | polls |
poll (en)
- η δημοσκόπηση
- ⮡ The polls have the government maintaining the lead in voters' preferences.
- Οι δημοσκοπήσεις φέρουν την κυβέρνηση να διατηρεί το προβάδισμα στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τον όρο opinion poll
- ⮡ The polls have the government maintaining the lead in voters' preferences.
- η ψηφοφορία, οι κάλπες
- ⮡ a large turnout at the polls - μεγάλη συμμετοχή στην ψηφοφορία
- ⮡ The polls will stay open until sunset.
- Οι κάλπες θα μείνουν ανοιχτές μέχρι τη δύση του ηλίου.
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | poll |
γ΄ ενικό ενεστώτα | polls |
αόριστος | polled |
παθητική μετοχή | polled |
ενεργητική μετοχή | polling |
poll (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) λαμβάνω συγκεκριμένο αριθμό ψήφων στις εκλογές
- ⮡ They polled (at) 39 percent of the vote in the last election.
- Στις τελευταίες εκλογές, έλαβαν 39 τοις εκατό των ψήφων.
- ⮡ They polled (at) 39 percent of the vote in the last election.
- διενεργώ δημοσκόπηση
- ⮡ News organizations often poll the public to learn their views.
- Τα μέσα ενημέρωσης συχνά διεξάγουν δημοσκοπήσεις για να μάθουν τις απόψεις του κοινού.
- ⮡ Over 50 percent of those polled were against the proposed military action.
- Πάνω από 50 τοις εκατό αυτών που συμμετείχαν στη δημοσκόπηση ήταν κατά της προτεινόμενης στρατιωτικής ενέργειας.
- ⮡ The film was voted the best by critics polled by the magazine.
- Η ταινία ψηφίστηκε ως η καλύτερη από τους κριτικούς που συμμετείχαν στη δημοσκόπηση του περιοδικού.
- ⮡ News organizations often poll the public to learn their views.