cordon off
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | cordon off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cordons off |
αόριστος | cordoned off |
παθητική μετοχή | cordoned off |
ενεργητική μετοχή | cordoning off |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]cordon off (en)
- αποκλείω, σταματώ τους ανθρώπους να μπουν σε μια περιοχή περικυκλώνοντάς την με αστυνομικούς, στρατιώτες κτλ.
Πηγές
[επεξεργασία]- cordon off - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 103. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποκλείω