cordon off

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας cordon off
γ΄ ενικό ενεστώτα cordons off
αόριστος cordoned off
παθητική μετοχή cordoned off
ενεργητική μετοχή cordoning off

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cordon off < → δείτε τις λέξεις cordon και off

cordon off (en)

  • αποκλείω, σταματώ τους ανθρώπους να μπουν σε μια περιοχή περικυκλώνοντάς την με αστυνομικούς, στρατιώτες κτλ.
    The police cordoned off the university.
    Η αστυνομία απόκλεισε το πανεπιστήμιο.
     συνώνυμα: rope off