off

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

off (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. κλειστός, που δεν λειτουργεί
    ⮡  Before you go, make sure all the lights are off.
    Πριν φύγεις σιγουρέψου ότι όλα τα φώτα είναι κλειστά.
    ⮡  The radio is off.
    Το ράδιο είναι κλειστό.
  2. μακριά από ένα μέρος· σε απόσταση στο χώρο ή στο χρόνο
    ⮡  Easter/London is not far off.
    Το Πάσχα/Το Λονδίνο δεν είναι μακριά.
    ⮡  Vacation is not very far off.
    Οι διακοπές δεν απέχουν πολύ.
    ⮡  The city is five miles off.
    Η πόλη απέχει πέντε μίλια.
    ⮡  It’s a ways off.
    Απέχει πολύ.
    ⮡  He is off to New York.
    Έχει πάει στη Νέα Γόρκη.
    ⮡  Off we go!
    Φύγαμε/Πάμε!
  3. έξω, που δεν είναι σωστό ή ακριβές, είναι λάθος
    ⮡  You aren’t far off.
    Δεν έχεις πέσει πολύ έξω.
     συνώνυμα: out

Πρόθεση

[επεξεργασία]

off (en)

  1. σε, κάτω ή μακριά από ένα μέρος ή σε απόσταση στο χώρο ή στο χρόνο
    ⮡  He lost control of the car and fell off the cliff.
    Έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και έπεσε στον γκρεμό.
  2. από, χρησιμοποιείται για να πει ότι κάτι έχει αφαιρεθεί
    ⮡  I am taking a door off its hinges.
    Βγάζω μια πόρτα από τους μεντεσέδες του.
  3. (off in/off by) έξω, που δεν είναι σωστό ή ακριβές, είναι λάθος
    ⮡  I was off in my calculations.
    Έπεσα έξω στους υπολογισμούς μου.
     συνώνυμα: out

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
off < (άμεσο δάνειο) αγγλική off

Επίθετο

[επεξεργασία]

off (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. (στη ραδιοφωνία ή την τηλεόραση) κρυφός, που δεν ακούγεται ή λέγεται δημόσια
  2. (λέγεται για) κάτι που ακούγεται χωρίς να φαίνεται αυτός που το λέει

Συγγενικά

[επεξεργασία]