comes
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]comes (en)
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- comes < com- + θέμα από το eo (έρχομαι) → και δείτε comes#Latin στο αγγλικό Βικιλεξικό
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]comes αρσενικό
- ακόλουθος, οπαδός
- εταίρος
- συμμέτοχος, μέτοχος
- υπηρέτης
- αυλικός
- (σημασία στα μεσαιωνικά λατινικά) κόμης
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | comes | comitēs |
γενική | comitis | comitum |
δοτική | comitī | comitibus |
αιτιατική | comitem | comitēs |
κλητική | comes | comitēs |
αφαιρετική | comite | comitibus |
Πηγές
[επεξεργασία]- comes - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.