comte
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
comte | comtes |
comte (fr) αρσενικό (θηλυκό comtesse)
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Στη γαλλική και στη βελγική αριστοκρατία, ο κόμης είναι ανώτερος του υποκόμητα και κατώτερος του μαρκησίου.