Säge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈzɛːɡə/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Sä‐ge
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Säge (de) θηλυκό
Δείτε επίσης : sage, Sage, säge |
Säge (de) θηλυκό