Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λέοπολντ Άουερ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λέοπολντ Άουερ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Leopold Auer (Γερμανικά) και Auer Lipót (Ουγγρικά)
Γέννηση7  Ιουνίου 1845[1][2][3]
Βέσπρεμ
Θάνατος15  Ιουλίου 1930[1][2][3]
Λόσβιτς
Αιτία θανάτουπνευμονία
Τόπος ταφήςΚοιμητήριο Φέρνκλιφ[4]
Χώρα πολιτογράφησηςΟυγγαρία[5]
Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (από 1926)[6]
Κισλεϊθανία
Ρωσική Αυτοκρατορία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαΟυγγρικά
Ομιλούμενες γλώσσεςΟυγγρικά[7]
Ρωσικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταβιολονίστας
διευθυντής ορχήστρας
μουσικός παιδαγωγός
συνθέτης[8]
ΕργοδότηςΩδείο της Αγίας Πετρούπολης
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Λέοπολντ Άουερ, (Leopold Auer, ουγγρ. Lipót Auer, Βέσπρεμ 7 Ιουνίου 1845Λόσβιτς 15 Ιουλίου 1930) ήταν εβραϊκής καταγωγής Ούγγρος βιολονίστας και μουσικοπαιδαγωγός, από τους σημαντικότερους της εποχής του και στους δύο τομείς. Επίσης, διηύθυνε κατά καιρούς, ενώ συνέθεσε και λιγοστά έργα για το βιολί. Ήταν μακρινός θείος του διάσημου Ούγγρου συνθέτη Γκιέργκι Λίγκετι. Η φήμη του ως ερμηνευτή ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο Τσαϊκόφσκι τού αφιέρωσε το Κοντσέρτο για βιολί, έργο 35 (1878), ένα από τα απαιτητικότερα κοντσέρτα για το συγκεκριμένο όργανο.

Βιογραφικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Άουερ γεννήθηκε στην πόλη Βέσπρεμ της Ουγγαρίας, το 1845, σε οικογένεια εβραϊκής καταγωγής. Σπούδασε βιολί, αρχικά με έναν τοπικό εξάρχοντα βιολονίστα (concertmaster) και, αργότερα, με τον Ρ. Κονέ (Ridley Kohné) στο Ωδείο της Βουδαπέστης (1853-7). Το ντεμπούτο του με το περίφημο Κοντσέρτο για βιολί του Μέντελσον προκάλεσε το ενδιαφέρον κάποιων πλούσιων πατρόνων, οι οποίοι τον έστειλαν στη Βιέννη για περαιτέρω σπουδές, με υποτροφία. Εκεί, έζησε στο σπίτι του δασκάλου του, Γ. Ντοντ (Jakob Dont), μεταξύ 1857 και 1858. Στα απομνημονεύματά του ο Άουερ έγραψε ότι, ο Ντοντ ήταν εκείνος που τού δίδαξε τα θεμέλια για την τεχνική στο βιολί. Στην αυστριακή πρωτεύουσα παρακολούθησε, επίσης, την τάξη κουαρτέτου εγχόρδων του Γ. Χελμσμπέργκερ του Πρεσβύτερου (Joseph Hellmesberger, Sr).

Όταν έγινε 13 χρόνων, τα χρήματα της υποτροφίας τού Άουερ είχαν εξαντληθεί, αλλά ο πατέρας του αποφάσισε να τον βοηθήσει πολύ στην καριέρα του, παρά τα πενιχρά έσοδα της οικογένειας. Μια οντισιόν στον Βέλγο βιολονίστα Α. Βιετάν (Henri Vieuxtemps) στο Γκρατς, δεν στέφθηκε με επιτυχία, το ίδιο και μια επίσκεψη στο Παρίσι. Τότε, ο Άουερ αποφάσισε να ζητήσει τη συμβουλή τού εξαιρετικού Ούγγρου βιολονίστα Γ. Γιόαχιμ (Joseph Joachim), τότε βασιλικού εξάρχοντα στο Ανόβερο. Τα δύο χρόνια που πέρασε μαζί του, ήταν μια κρίσιμη καμπή στην καριέρα τού Άουερ. Περισσότερο από τα ίδια τα μαθήματα, έμαθε μέσω της παρατήρησης και της συνεργασίας. Βέβαια, ο Άουερ είχε ήδη γερές βάσεις ως βιολονίστας, αλλά εκείνο που αποδείχθηκε καθοριστικό, ήταν η έκθεσή του στον κόσμο της Γερμανικής μουσικής δημιουργίας, έναν κόσμο που τοποθετεί τις μουσικές αξίες και αρχές πάνω από τις δεξιοτεχνικές ικανότητες των σολιστών. Ο ίδιος ο Άουερ έγραφε αργότερα:

«Ο Γιόαχιμ ήταν μια έμπνευση για μένα και άνοιξε μπροστά στα μάτια μου τους ορίζοντες της μεγαλύτερης τέχνης από την οποία, μέχρι τότε, είχα ζήσει στην άγνοια. Μαζί του, εργάστηκα όχι μόνο με τα χέρια μου, αλλά με το κεφάλι μου, μελετώντας τις παρτιτούρες από τους μεγάλους δασκάλους και προσπαθώντας να διεισδύσω στην καρδιά των έργων τους .... [επίσης] έπαιξα πολλή μουσική δωματίου με τους συμφοιτητές μου». [9]

Ο Άουερ επέστρεψε στη συναυλιακή σκηνή το 1864. Η επιτυχία οδήγησε να γίνει εξάρχων βιολονίστας στο Ντίσελντορφ. Το 1866, ανέλαβε την ίδια θέση στο Αμβούργο, όπου συμμετείχε επίσης σε ένα κουαρτέτο εγχόρδων. Κατά την επίσκεψή του στο Λονδίνο, το 1868, κλήθηκε να εκτελέσει το μέρος του βιολιού στο περίφημο Πιάνο τρίο αρ.7 σε Σι♭+, έργο 97 (Αρχιδούκας, 1811), μαζί με τον Αντόν Ρουμπινστάιν στο πιάνο και τον Αλφρέντο Πιάτι στο βιολοντσέλο. Επειδή ο Ρουμπινστάιν αναζητούσε έναν καθηγητή βιολιού για το Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης, πρότεινε τον Άουερ, ο οποίος υπέγραψε μεν τριετές συμβόλαιο, αλλά πρακτικά, κράτησε τη θέση για 49 χρόνια (1868-1917).

Κατά την περίοδο παραμονής του στη Ρωσία, ο Άουερ κατείχε τη θέση του εξάρχοντος βιολιστή στις ορχήστρες όλων των αυτοκρατορικών θεάτρων της Αγίας Πετρούπολης. Σε αυτά, περιλαμβάνονταν το Αυτοκρατορικό Μπαλέτο και η Όπερα, το Θέατρο Μπολσόι (μέχρι το 1886) και, αργότερα το Αυτοκρατορικό Θέατρο Μαριίνσκι, καθώς και τα Αυτοκρατορικά Θέατρα του Πέτερχοφ και του Ερμιτάζ. Για σχεδόν 50 χρόνια, ο Άουερ εκτελούσε σχεδόν όλα τα μέρη του σόλο βιολιού στα μπαλέτα που παρουσιάζονταν από το Αυτοκρατορικό Μπαλέτο, η πλειοψηφία των οποίων ήταν του διάσημου χορογράφου Μ. Πετιπά (Marius Ivanovich Petipa). Πολλοί, σημαντικοί συνθέτες μπαλέτου της εποχής, όπως οι Τ. Πούνι (Cesare Pugni), Λ. Μίνκους (Ludwig Minkus), Ρ. Ντρίγκο (Riccardo Drigo), Τσαϊκόφσκι και Γκλαζουνόφ, έγραψαν το σόλο βιολί στις παρτιτούρες τους, ειδικά για τον Άουερ.

Κάποια στιγμή, γύρω στο 1870, ο Άουερ ασπάσθηκε τη Ρωσική Ορθοδοξία.[10] Μέχρι το 1906 ήταν, επίσης, επικεφαλής του Κουαρτέτου Εγχόρδων για τη Ρωσική Μουσική Κοινωνία (RMS). Οι συναυλίες αυτού του κουαρτέτου ήταν αναπόσπαστο μέρος τής μουσικής σκηνής τής Αγίας Πετρούπολης, κάτι αντίστοιχο με εκείνες που είχαν επικεφαλής τον Γιόαχιμ στο Βερολίνο. Πάντως, υπήρχαν κάποιες αρνητικές κριτικές στα επόμενα χρόνια, κυρίως λόγω ανεπαρκούς ρεπερτορίου στη σύγχρονη ρωσική μουσική. Παρ 'όλα αυτά, η ομάδα του Άουερ έπαιζε κουαρτέτα των Τσαϊκόφσκι, Γκλαζουνόφ, Μποροντίν και Ρίμσκι-Κόρσακοφ. Επίσης, μουσική των Μπραμς, Σούμαν, Σπορ, Γ. Ράφ (Joachim Raff) και άλλων -ελασσόνων- Γερμανών συνθετών.

Ο Άουερ συνέχισε, επίσης, τη συνεργασία με πιανίστες στην εκτέλεση σονατών. Αγαπημένη του συνεργάτις ήταν η Ά. Γεσιπόβα (Anna Yesipova}, με την οποία εμφανιζόταν μέχρι τον θάνατό της, το 1914. Άλλοι πιανίστες με τους οποίους συνεργάστηκε ήταν οι Ρουμπινστάιν, Τ. Λεσχετίτζκι (Theodor Leschetizky), Ρ. Πουνιό (Raul Pugno), Σ. Τανέγιεφ (Sergei Taneyev και E. ντ’ Αλμπέρ (Eugen d'Albert). Στη δεκαετία του 1890 παρουσίασε όλες τις σονάτες για βιολί του Μπετόβεν, σε κύκλους. Τα καλοκαίρια δίδασκε στο Λονδίνο (1906-11) και στο Λόσβιτς (1912-14), την πόλη όπου πέθανε.

Φωτογραφία του 1922, όταν ο Άουερ βρισκόταν στις ΗΠΑ

Το 1918, ο Άουερ μετακόμισε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έπαιξε στο Κάρνεγκι Χωλ (Carnegie Hall) στις 23 Μαρτίου 1918, όπως και στη Βοστώνη, το Σικάγο και τη Φιλαδέλφεια. Έκανε και κάποια ιδιαίτερα μαθήματα στο σπίτι του στο Μανχάταν. Το 1926 εντάχθηκε στο Ινστιτούτο Μουσικής Τέχνης (αργότερα, Σχολή Τζούλιαρντ) και το 1928 στο διδακτικό προσωπικό τού Ινστιτούτου Μουσικής Κέρτις (Curtis Institute of Music) στη Φιλαδέλφεια. Στις ΗΠΑ εξέδωσε και το βιβλίο Η Μακρά Ζωή μου στη Μουσική (My Long Life in Music, Νέα Υόρκη, 1923). [11] Πέθανε το 1930 στο Λόσβιτς, ένα προάστιο της Δρέσδης, αλλά ενταφιάστηκε στο Κοιμητήριο Φέρνκλιφ (Ferncliff) της πόλης Χαρτσντέιλ (Hartsdale), στην πολιτεία της Νέας Υόρκης.

Βιολονίστας-ερμηνευτής

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Άουερ ήταν τόσο καλός ερμηνευτής στο βιολί που είχε συνεπάρει τον ίδιο τον Τσαϊκόφσκι. Σχολιάζοντας μια εμφάνιση του Άουερ στη Μόσχα, το 1874, ο Τσαϊκόφσκι εξήρε «τη μεγάλη εκφραστικότητα, τη στοχαστική φινέτσα και την ποίηση της ερμηνείας» του. [12] Ωστόσο, αυτή η «φινέτσα» και η «ποίηση» ήρθαν με τεράστιο αγώνα. Ο Άουερ, εκ κατασκευής, δεν είχε καλοσχηματισμένα χέρια. Έπρεπε να δουλεύει ασταμάτητα, με σιδερένια θέληση, για να κρατήσει την τεχνική του σε υψηλό επίπεδο. Ο ίδιος έγραψε:

«Τα χέρ��α μου είναι τόσο αδύναμα και η διαμόρφωσή τους τόσο κακή ώστε, όταν δεν έχω παίξει βιολί για αρκετές ημέρες και στη συνέχεια, το πιάσω πάλι, νιώθω σαν να έχω χάσει εντελώς την ευχέρεια στο παίξιμο». [13]

Παρά το συγκεκριμένο ντεσαβαντάζ, ο Άουερ κατάφερε πολλά μέσα από συνεχή κόπο. Ο τόνος του ήταν χαμηλός αλλά κολακευτικός, η τεχνική του στιλπνή και κομψή. Το παίξιμό του δεν είχε τη «φλόγα» ενός βιρτουόζου, αλλά το αντιστάθμιζε με την ευγένεια στην εκτέλεση. Μετά την άφιξή του στις Ηνωμένες Πολιτείες, έκανε κάποιες ηχογραφήσεις που επιβεβαιώνουν τη θέση αυτή. Ο βιολονίστας ακούγεται σε εξαιρετική κατάσταση από τεχνική άποψη, με άψογο τονισμό, διεισδυτικό ρυθμό και καλαίσθητο παίξιμο.

Ο Άουερ, πέρα από τις ερμηνευτικές του ικανότητες, έχει μείνει στην ιστορία ως ένας από τους σημαντικότερους δασκάλους βιολιού, περιζήτητος για τους ταλαντούχους σπουδαστές. Πολλοί διάσημοι βιολονίστες υπήρξαν μαθητές του: M. Έλμαν (Mischa Elman), Κ. Γκόρσκι (Konstanty Gorski), Γ. Χάιφετς (Jascha Heifetz), N. Μίλσταϊν (Nathan Milstein), Τ. Σάιντελ (Toscha Seidel), Ζ. Μπουλανζέ (Georges Boulanger), K. Πάρλοου (Kathleen Parlow), κ.α.

Όπως και o Φραντς Λιστ, έτσι και ο Άουερ δεν επικεντρωνόταν σε τεχνικά θέματα με τους μαθητές του. Αντ' αυτού, καθοδηγούσε τον τρόπο ερμηνείας και του σκεπτικού της μουσικής. Αν ένας μαθητής αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα τεχνικής, ο Άουερ δεν έδινε λύσεις, ούτε ήταν δάσκαλος που θα έπαιρνε το δοξάρι για να δείξει ένα πέρασμα. Παρ' όλα αυτά, ήταν εξαιρετικά απαιτητικός στην τεχνική ακρίβεια. Πολλές φορές, φοβούμενοι οι μαθητές του να τον ρωτήσουν, στρέφονταν ο ένας στον άλλον για βοήθεια. Επίσης, ενώ εκτιμούσε το ταλέντο, δεν αποτελούσε δικαιολογία γι’ αυτόν η έλλειψη πειθαρχίας, η προχειρότητα και η αδικαιολόγητη απουσία από το μάθημα. Απαιτούσε έγκαιρη προσέλευση, έξυπνη μελέτη και προσοχή στη λεπτομέρεια. Τα μαθήματα ήταν τόσο ψυχικώς εξουθενωτικά, που έμοιαζαν με ρεσιτάλ-στην πραγματικότητα, οι συνθήκες ήσαν σχεδόν πανομοιότυπες.

Ο Άουερ υπήρξε εξαιρετικός ερμηνευτής στο βιολί και περιζήτητος δάσκαλος του συγκεκριμένου οργάνου

Αντί των εβδομαδιαίων μαθημάτων, οι μαθητές όφειλαν να προετοιμάσουν ένα (1) μέρος από κάποιο μεγάλο έργο, κάτι που συνήθως απαιτούσε περισσότερο από μια εβδομάδα μελέτης. Μόλις ο μαθητής αισθανόταν έτοιμος να παίξει αυτό το τμήμα, έπρεπε να εγγράψει το όνομά του 10 ημέρες πριν το μάθημα της τάξης. Ο μαθητής όφειλε να έχει μαζί το δικό του βιολί και να είναι ντυμένος ανάλογα. Ένας συνοδός πιάνου είχε προβλεφθεί, ενώ παρακολουθούσε και κάποιο κοινό, όχι μόνο από άλλους μαθητές και γονείς αλλά, συχνά, από διακεκριμένους επισκέπτες και εξέχοντες μουσικούς. Ο Άουερ έφθανε στο μάθημα με μαθηματική ακρίβεια και όλα έπρεπε να είναι στη θέση τους τη στιγμή εκείνη. Κατά τη διάρκεια του μαθήματος, ο Άουερ πηγαινοερχόταν στην αίθουσα, παρατηρώντας, διορθώνοντας, προτρέποντας, επιπλήττοντας και, τελικά, διαμορφώνοντας την ερμηνεία. «Δεν τολμούσαμε να περάσουμε το κατώφλι της τάξης χωρίς να είμαστε απολύτως έτοιμοι», ένας μαθητής θυμάται.

Για να γίνει κάποιος μαθητής τού Άουερ, έπρεπε οπωσδήποτε να υπάρχει ταλέντο. Ακολουθούσε ένα τεστ αντοχής και σκληρής δουλειάς. Ο Άουερ μπορούσε να γίνει από αυστηρός έως σκληρός. Ήθελε, οπωσδήποτε, μουσική ζωντάνια και ενθουσιασμό και μισούσε το άψυχο, «αναιμικό» παίξιμο. Μπορεί να έφθανε τους μαθητές του στα όριά τους, ωστόσο όταν έμενε ευχαριστημένος, παρέμενε αφοσιωμένος σε αυτούς. Εξέταζε σχολαστικά τις υλικές τους ανάγκες, τους βοηθούσε να εξασφαλίσουν υποτροφίες, πάτρονες και καλύτερα βιολιά. Λόγω καταγωγής, χρησιμοποιούσε την επιρροή του σε υψηλά κυβερνητικά στελέχη για να αποκτήσουν άδειες διαμονής οι Εβραίοι μαθητές του. Γενικά, διαμόρφωνε τις προσωπικότητες των μαθητών του, εμποτίζοντάς τους με στυλ, γούστο και μουσική ανατροφή. Επίσης, διηύρυνε τους ορίζοντές τους. Τους προέτρεπε να διαβάζουν βιβλία, καθοδηγούσε τη συμπεριφορά και τις επιλογές σταδιοδρομίας τους και εκλέπτυνε την κοινωνική τους στάση. Επέμενε, επίσης, όλοι οι μαθητές του να μάθουν μια ξένη γλώσσα, αν ανέμεναν διεθνή καριέρα. Ακόμα και όταν ένας μαθητής του ξεκινούσε την καριέρα του, ο Άουερ τον παρακολουθούσε με «πατρικό μάτι». Έγραφε αμέτρητες συστατικές επιστολές σε μαέστρους και ατζέντηδες. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν ο -μαθητής του- M. Έλμαν (Mischa Elman) ετοιμαζόταν να κάνει στο Λονδίνο το ντεμπούτο του, ο Άουερ ταξίδεψε μέχρι εκεί για να τον «μανατζάρει».

Τα μουσικά γούστα του ήταν, μάλλον, συντηρητικά και εκλεπτυσμένα. Τού άρεσαν οι δεξιοτεχνικές συνθέσεις των Βιετάν και Ερνστ (Heinrich Wilhelm Ernst) και χρησιμοποιούσε αυτά τα έργα στη διδασκαλία του. Κάποτε, ένας μαθητής του δεν ήθελε να παίξει κάποιο έργο που τού είχε δώσει, επειδή το θεωρούσε «κακή μουσική». Ο Άουερ επέμεινε λέγοντας: «Θα το παίξεις μέχρι να ακούγεται σαν καλή μουσική και, μέχρι τότε, δεν θα παίζεις τίποτε άλλο». [14]

Ο Άουερ έγραψε μικρό αριθμό έργων για το αγαπημένο μουσικό του όργανο, συμπεριλαμβανομένης της Ουγγρικής Ραψωδίας για βιολί και πιάνο. Έγραψε επίσης μια σειρά από καντέντσες για κοντσέρτα βιολιού άλλων συνθετών συμπεριλαμβανομένων εκείνων των Μπετόβεν, Μότσαρτ και Μπραμς (λ.χ. Κοντσέρτο για βιολί του Μπετόβεν και Κοντσέρτο για βιολί του Μπραμς). Έγραψε επίσης τρία βιβλία:

  • Παίζοντας Βιολί όπως το Διδάσκω (Violin Playing as I Teach it, 1920)
  • Η Μακρά Ζωή μου στη Μουσική (My Long Life in Music, 1923) και
  • Τα Μεγάλα Έργα για το Βιολί και η Ερμηνεία τους (Violin Master Works and their Interpretation, 1925)

Έγραψε επίσης μια διασκευή στο περίφημο Καπρίτσιο αρ. 24 του Παγκανίνι που αργότερα εκτελέστηκε από τους Χάιφετς, Σέρινγκ και Γκίτλις. Υπάρχουν επίσης αλλαγές σε διάφορα περάσματα σε όλο το κομμάτι.

  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 28  Απριλίου 2014.
  2. 2,0 2,1 2,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 138909698. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 3,2 (Αγγλικά) SNAC. w6cn73q3. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. 4,0 4,1 (Αγγλικά) Find A Grave. Ανακτήθηκε στις 18  Ιουνίου 2024.
  5. LIBRIS. Εθνική Βιβλιοθήκη της Σουηδίας. 2  Οκτωβρίου 2012. tr5786wc5gmgg1p. Ανακτήθηκε στις 24  Αυγούστου 2018.
  6. www.nb.no/items/c7afd029fe17529802f6fb786786c379?page=65&searchText=%22Leopold+Auer%22.
  7. CONOR.SI. 253826403.
  8. Ανακτήθηκε στις 20  Ιουνίου 2019.
  9. Auer, Leopold, My Long Life in Music, 63–64. As quoted in Schwarz, Boris, Great Masters of the Violin (Simon and Schuster, Νέα Υόρκη 1983), 414.
  10. http://www.encyclopedia.com/article-1G2-2587501582/auer-leopold.html
  11. Λεωτσάκος
  12. Schwarz, p. 415
  13. Schwarz, σελ. 417
  14. Schwarz, σελ. 419
  • «Λεξικό Μουσικής και Μουσικών» (Dictionary of Music and Musicians) του George Grove, D.C.L (Oxford, 1880)
  • Baker’s biographical dictionary of musicians, on line
  • Kennedy, Michael Λεξικό Μουσικής της Οξφόρδης (Oxford University Press Αθήνα: Γιαλλέλης, 1989) ISBN 960-85226-1-7
  • Γιώργος Λεωτσάκος, επιμέλεια λήμματος στην εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα», έκδοση 1981, τόμος 10, σ. 115-6
  • Enciclopedia Bompiani-Musica, Milano (εκδ. ΑΛΚΥΩΝ, 1985)
  • Eric Blom The New Everyman Dictionary of Music (Grove Weidenfeld, N. York, 1988)
  • Schwarz, Boris, Great Masters of the Violin (New York: Simon and Schuster, 1983)