Θεόδωρος Πάγκαλος (στρατιωτικός)
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Ο Θεόδωρος Πάγκαλος (Σαλαμίνα, 11 Ιανουαρίου 1878 - Κηφισιά, 27 Φεβρουαρίου 1952) ήταν Έλληνας στρατιωτικός, κινηματίας και συνωμότης κατ΄ επανάληψη, που αναδείχθηκε δικτάτορας, πρωθυπουργός και πρόεδρος της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Συμμετείχε στο κίνημα στο Γουδή, στους Βαλκανικούς πολέμους, στο κίνημα της Θεσσαλονίκης, στη Μικρασιατική εκστρατεία, στην επανάσταση του 1922, ενώ από το 1925, με το κίνημα της 25ης Ιουνίου ανέλαβε την πρωθυπουργία, ουσιαστικά ως δικτάτορας. Στη συνέχεια υποχρεώνοντας σε παραίτηση τον τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας Παύλο Κουντουριώτη, μετά από μια εκλογική παρωδία εξελέγη πρόεδρος της Δημοκρατίας. Παρέμεινε στην εξουσία μέχρι το 1926, συλλαμβάνοντας και εκτοπίζοντας άνευ δίκης τους πολιτικούς του αντιπάλους στη Νάξο, οπότε και ανατράπηκε από το κίνημα του Κονδύλη. Από το 1926 μέχρι τον θάνατό του, το 1952, αποσύρθηκε, με μερικά μικρά διαλείμματα, από την πολιτική ζωή του τόπου. Από τους ιστορικούς έχει χαρακτηριστεί ως αρκετά αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Θεωρείται πως είχε ανάμειξη στον σχηματισμό των δωσιλογικών Ταγμάτων Ασφαλείας κατά την Κατοχή.[1]
Ο πολιτικός Θεόδωρος Πάγκαλος ήταν εγγονός του.
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πρώιμα χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γεννήθηκε το 1878 στη Σαλαμίνα (στην οικία Κυριάκου Πάλλα επί της οδού Αγίου Μηνά 7, όπου αργότερα λειτούργησε το τριτάξιο ελληνικό σχολείο Σαλαμίνας) και ήταν το τρίτο παιδί[α] του γιατρού και βουλευτή Αττικοβοιωτίας Δημητρίου Πάγκαλου και της Κατίγκως Χατζημελέτη, κόρης αρχοντικής οικογένειας της Ελευσίνας με αρβανίτικη καταγωγή.[β] Η οικογένεια Πάγκαλου καταγόταν από τη Μικρά Ασία και εμφανίζεται ήδη από τα βυζαντινά χρόνια. Ανάδοχος του Θεοδώρου ήταν ο στρατηγός και μακρινός συγγενής του, Τιμολέων Βάσσος - Μαυροβουνιώτης. Ο πατέρας του, Δημήτριος, πολιτευόταν με την παράταξη του Χαρίλαου Τρικούπη και είχε εκλεγεί βουλευτής της Η΄ βουλευτικής περιόδου (από τις 23 Σεπτεμβρίου 1879 μέχρι τις 22 Οκτωβρίου 1881) μαζί με τον Στέφανο Ν. Δραγούμη.
Αποφοίτησε από την Ιωνίδειο Σχολή Πειραιά. Το 1895 έκανε αίτηση για τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, από την οποία απορρίφθηκε. Τελικά κατέληξε να σπουδάζει στην ιατρική σχολή, λογικά λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του, την οποία όμως εγκατέλειψε δύο χρόνια αργότερα για να εισαχθεί τελικά στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.
Στρατιωτική σταδιοδρομία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ο Θεόδωρος Πάγκαλος τον παρακολούθησε ως πρωτοετής της Σχολής Ευελπίδων. Τα συναισθήματα τα οποία ένιωσε μετά την ήττα της Ελλάδας περιγράφονται στα απομνημονεύματά του και είναι τα ίδια με αυτά της πλειονότητας των άλλων αξιωματικών. Υπεύθυνοι για την ήττα, σύμφωνα με τον Πάγκαλο, ήταν οι πολιτικοί, αλλά και ο ίδιος ο διάδοχος Κωνσταντίνος.
Η πορεία του Πάγκαλου στην Ευελπίδων ήταν αρκετά αξιόλογη. Ήταν αρχηγός στην τάξη του όλες τις χρονιές, με συμμαθητές όπως τον Αλέξανδρο Οθωναίο, τον πρίγκιπα Ανδρέα, τον Μαργαρίτη κ.ά. Μάλιστα το 1899 δημιουργήθηκε επεισόδιο μεταξύ του συνταγματάρχη Νικολάου Ζορμπά, διοικητή της σχολής Ευελπίδων, και της βασιλικής Αυλής εξαιτίας της προαγωγής του Πάγκαλου σε επιλοχία, σε αντίθεση με τον συμμαθητή του, πρίγκιπα Ανδρέα, ο οποίος έμεινε στον ίδιο βαθμό. Τον επόμενο χρόνο αποφοίτησε από τη σχολή Ευελπίδων πρώτος στην τάξη του με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού.[3]
Στα απομνημονεύματά του, ο Πάγκαλος αναφέρει πως, τον Οκτώβριο του 1908, στο σπίτι του συγκεντρώθηκαν οι Πάσσαρης, Σιώχας, Γεωργακόπουλος, Σάρρος, Ψύχας, Πανάς, Κατσούλης, Φαληρέας, Καθενιώτης και Χατζημιχάλης για να συζητήσουν για τα προβλήματα του στρατού και της χώρας και πως στο τέλος αυτής της συνάντησης ιδρύθηκε ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος[4]. Ο Σύνδεσμος θα αποτελέσει τη βάση του κινήματος στο Γουδί και είχε ως σκοπό να προωθήσει μεταρρυθμίσεις στο στρατό, την οικονομία, τη διοίκηση και γενικά στο κράτος. Εκείνη την εποχή ο Θεόδωρος Πάγκαλος υπηρετούσε στον 2ο λόχο του 7ου συντάγματος πεζικού υπό τον Σάρρο. Μέχρι το 1909, στην οργάνωση είχαν ενταχθεί και ανώτεροι αξιωματικοί, όπως οι Νικόλαος Ζορμπάς, Επαμεινώνδας Ζυμβρακάκης, Γεώργιος Σ. Καραϊσκάκης, εγγονός του ομώνυμου οπλαρχηγού του '21, Γεώργιος Κονδύλης κ.ά. Πολλές από τις συνεδριάσεις του στρατιωτικού συνδέσμου πραγματοποιούνταν στο σπίτι του Πάγκαλου, στην οδό Αριστοτέλους 37 ή σε αυτό στην Ελευσίνα[εκκρεμεί παραπομπή].
Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος γρήγορα μύησε πολλούς αξιωματικούς του στρατού και του ναυτικού και η δράση του έγινε γνωστή και στους κύκλους των ανακτόρων. Η κυβέρνηση Ράλλη, φιλικά προσκείμενη στα ανάκτορα, εξαπέλυσε κύμα μεταθέσεων και παρέπεμψε 12 αξιωματικούς, μεταξύ αυτών και τον Πάγκαλο, στο Ανακριτικό Συμβούλιο προς απόταξη. Εκτός από τον Πάγκαλο οι υπόλοιποι 11 αξιωματικοί καταδικάστηκαν, αλλά και οι δώδεκα αποτάχθηκαν από το στράτευμα. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, βλέποντας τον κίνδυνο ματαίωσης του κινήματος, πήρε την απόφαση να δράσει.
Στις 14 Αυγούστου του 1909 ο Πάγκαλος απελευθέρωσε με τη βία αξιωματικούς του στρατού που κρατούνταν φυλακισμένοι λόγω της τότε πολιτικής κατάστασης. Η αποστολή πέτυχε και ο Πάγκαλος με τους συνεργάτες του και τους δραπέτες κατέφυγε στο σπίτι Παπαμαλέκου στην Καστέλλα. Το πρωί όλοι μαζί πήγαν στο Γουδί, όπου είχε δοθεί εντολή να ξεκινήσει η επανάσταση. Το ίδιο πρωί συνέβη ένα περιστατικό με πρωταγωνιστή τον Πάγκαλο και τον Παπούλα, αρκετά παράξενο αν σκεφτεί κανείς τη μεταξύ τους διαφορά στην ιεραρχία. Ο Παπούλας μαζί με τον Σπυρίδωνα Μερκούρη έφτασαν νωρίς το πρωί ως απεσταλμένοι του Ράλλη για να διαπραγματευτούν. Τότε ένας στρατιώτης ρώτησε τον Πάγκαλο αν θα έπρεπε να πάρουν εκτός από τα όπλα και το σπαθί του Παπούλα. Τότε ο Πάγκαλος απάντησε: «Όχι, ας το κρατήσει όπως ο Ναπολέων στο Σεντάν». Το επεισόδιο δεν είχε συνέχεια.
Τον Ιανουάριο του 1910 ο Πάγκαλος αντικατέστησε τον ανθυπολοχαγό Λιδωρίκη στη θέση του γραμματέα στη διοικητική επιτροπή του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Ήταν από τους πρώτους που υποστήριξαν τον ερχομό του Ελευθερίου Βενιζέλου. Στις 15 Μαρτίου 1910 και μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Βενιζέλο, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος διαλύθηκε, έχοντας πετύχει τις επιδιώξεις του.
Το 1911 εισήχθη στη σχολή πολέμου και στη συνέχεια στάλθηκε για σπουδές μαζί με άλλους τέσσερις αξιωματικούς στο Παρίσι και συγκεκριμένα στη Γαλλική Ακαδημία Πολέμου.[3] Το 1912 τον βρίσκει διοικητή του λόχου του 7ου συντάγματος πεζικού. Με την έκρηξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου στέλνεται στο Ναύπλιο και λίγο αργότερα στη Λάρισα. Σημαντική ήταν και η συμμετοχή του στη μάχη των Γιαννιτσών στις 19 και 20 Οκτωβρίου του 1912. Ήταν από τους πρώτους που μπήκαν στη Θεσσαλονίκη, από την οποία όμως αναχώρησε λίγο μετά με το 18ο σύνταγμα πεζικού. Στις 24 Νοεμβρίου καταλαμβάνει τη Φλώρινα και επτά μέρες αργότερα επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη. Από εκεί φεύγει για το οχυρό του Μπιζανίου, το οποίο, όπως εξομολογείται στα απομνημονεύματά του, δεν θα καταλαμβανόταν χωρίς τη συμβολή του Ιωάννη Μεταξά. Τον Μάρτιο του 1913 επιστρέφει μαζί με όλα τα άλλα τάγματα στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, και αφού οι πολεμικές συγκρούσεις σταματούν, πετυχαίνει να πάρει ολιγοήμερη άδεια για να επισκεφθεί την οικογένειά του. Στην Αθήνα έρχεται σε επαφή με τον Βενιζέλο, με τον οποίο συζητά θέματα πολεμικής φύσεως.
Στις 16 Ιουνίου 1913 ξεσπάει ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος μεταξύ Ελλάδας, Σερβίας, Τουρκίας και Βουλγαρίας. Συμμετείχε στη μάχη του Λαχανά, όπου μάλιστα εν μέσω εχθρικών πυρών οδήγησε τις πυροβολαρχίες μέσα από την περιοχή των συγκρούσεων με ελάχιστες απώλειες. Τις επόμενες μέρες θα αναλάβει το 9ο ευζωνικό τάγμα, το οποίο και θα οδηγήσει στο Μπέλες, όπου διεξήχθη νικηφόρα για τον ελληνικό στρατό μάχη. Στις 27 Ιουνίου καταλαμβάνει το Σιδηρόκαστρο και στις 10 Αυγούστου ο σύντομος αυτός πόλεμος έληξε. Ο Πάγκαλος, λόγω των διαφωνιών που αντιμετώπιζε με τον Χατζανέστη, μετατέθηκε στο 1/38 τάγμα ως υπασπιστής.
Το Φθινόπωρο του 1913 αναχώρησε για τη Γαλλία, για να σπουδάσει στην Ανώτατη Σχολή Πολέμου μέχρι και τον Αύγουστο του 1914, όταν και εξερράγη ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, στον οποίο η Ελλάδα αρχικά κράτησε ουδέτερη στάση, με συνέπεια να ξεκινήσει ο Εθνικός Διχασμός και να εκδιωχθεί ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Συγκεκριμένα ο βασιλιάς άσκησε πιέσεις για να παραμείνει η χώρα ουδέτερη, καθώς και αυτός και ο κυριότερος σύμβουλός του, ο υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Στρέιτ, ήταν πεπεισμένοι για την ανωτερότητα του γερμανικού κοινωνικοπολιτικού συστήματος και την τελική νίκη της Γερμανίας[5]. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, πρωθυπουργός τότε, θεωρώντας ως επέμβαση στην εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης τη στάση του βασιλιά, γεγονός που αντέβαινε στο Σύνταγμα, παραιτήθηκε και λίγο αργότερα προχώρησε στο κίνημα της Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο Πάγκαλος διορίστηκε επιτελάρχης της 8ης μεραρχίας στην Πρέβεζα. Λίγους μήνες αργότερα μετατέθηκε στην 4η μεραρχία Ναυπλίου. Το καλοκαίρι του 1916 θα είναι καθοριστικό για την πολιτική ζωή του τόπου. Ο Πάγκαλος μαζί με τον Φικιώρη συστήνουν κρυφή ομάδα αξιωματικών με σκοπό την είσοδο της χώρας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Μέχρι τα τέλη Αυγούστου είχαν μυηθεί πάνω από 60 αξιωματικοί του στρατού. Το κίνημα της Θεσσαλονίκης, στο οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω, ξεσπά και αμέσως η ομάδα Πάγκαλου σπεύδει να το ενισχύσει.
Στις 12 Σεπτεμβρίου αναχωρεί μαζί με άλλους στρατιωτικούς και πολιτικούς με πλοίο από τον Πειραιά και εγκαθίσταται στη Μυτιλήνη, όπου διορίζεται από την Κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης διοικητής Αιγαίου. Στη συνέχεια διορίζεται στρατιωτικός διοικητής Ηρακλείου και τον Μάρτιο του 1917 προάγεται σε αντισυνταγματάρχη, αναλαμβάνοντας παράλληλα τη διοίκηση του 9ου Συντάγματος. Ο Βενιζέλος με τη βοήθεια των δυνάμεων της Αντάντ καταφέρνει να εκδιώξει τον Κωνσταντίνο, να ανέλθει στην κυβέρνηση και ουσιαστικά να εγκαινιάσει την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.
Με το 9ο σύνταγμα ο Πάγκαλος εισέρχεται στην Αθήνα και εγκαθίσταται στον στρατώνα του Ρουφ αμέσως μετά την έξωση του Κωνσταντίνου. Στις 15 Μαρτίου του 1917 ο Πάγκαλος, έχοντας την απόλυτη εμπιστοσύνη του Βενιζέλου, γίνεται προσωπάρχης του υπουργείου στρατιωτικών, το χαρτοφυλάκιο του οποίου είχε ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Κατά τη διάρκεια της θητείας του δημιουργήθηκε παρεξήγηση με τον βασιλιά Αλέξανδρο εξαιτίας κάποιων κατηγοριών του Πάγκαλου που εξελήφθησαν ως ύβρεις κατά του έκπτωτου βασιλιά Κωνσταντίνου Α. Ύστερα όμως από τις απαραίτητες εξηγήσεις προς τον βασιλιά Αλέξανδρο, η παρεξήγηση λύθηκε. Ο Πάγκαλος ήταν ο κύριος εισηγητής και εκτελεστής του νόμου με τον οποίο όλοι οι λιποτάκτες θα έπρεπε εντός 48ωρου να επιστρέψουν στις θέσεις τους, αλλιώς θα εκτελούνταν, νόμο που αργότερα ο Βενιζέλος αναίρεσε. Στις 18 Ιανουαρίου του 1918 ο Πάγκαλος παύθηκε από τη θέση του προσωπάρχη. Λίγες μέρες αργότερα μετατέθηκε στη μεραρχία Σερρών και τον Μάιο του ίδιου χρόνου έγινε διοικητής της 1ης μεραρχίας.
Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συμμετείχε σε διάφορες μάχες, για τις οποίες τιμήθηκε με εύφημη μνεία και πολεμικό σταυρό. Απότοκος όλων αυτών των διακρίσεων ήταν και η επιλογή του από τον αρχιστράτηγο του στρατού Λεωνίδα Παρασκευόπουλο ως γενικού επιτελάρχη της στρατιάς. Τον Μάιο του 1919 αποβιβάστηκε στη Σμύρνη και εγκαταστάθηκε εκεί ως αρχηγός του επιτελείου. Οι συγκρούσεις του με τον Αριστείδη Στεργιάδη, αρμοστή της Σμύρνης, ήταν αρκετές, με αποτέλεσμα να προταθεί από αυτόν και τον Παρασκευόπουλο η αντικατάστασή του. Ο Πάγκαλος εκείνη την εποχή αναχώρησε για το Παρίσι για κατ' ιδίαν συζητήσεις με τον Βενιζέλο και τους Ευρωπαίους στρατηγούς. Η καλή συνεργασία που είχαν είχε ως αποτέλεσμα την παραμονή του στη θέση του αρχηγού του επιτελείου.
Χάρη στην εξυπνάδα του ο ελληνικός στρατός προέλασε στη Μικρά Ασία και μάλιστα έφτασε να καταλάβει την Προύσα και να σώσει τους Άγγλους στρατιώτες που βρίσκονταν σε δεινή θέση. Η κίνηση αυτή όμως εξόργισε τον Βενιζέλο, αφού η Προύσα δεν εντασσόταν στο σχέδιο δράσης. Στις 22 Αυγούστου του 1920, και ύστερα από διαμάχη του Βενιζέλου με τον Παρασκευόπουλο, λόγω της κατάληψης της Προύσας, ο δεύτερος παραιτείται. Ο Πάγκαλος, παρών στο επεισόδιο, δηλώνει και αυτός την παραίτησή του. Τελικά δεν γίνονται δεκτές. Τις επόμενες μέρες ο Πάγκαλος προάγεται σε υποστράτηγο.
Με την άνοδο της φιλοβασιλικής κυβέρνησης Γούναρη, ο Πάγκαλος ανακαλείται από το μέτωπο και αποστρατεύεται τον Νοέμβριο του 1920. Μέχρι τα γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής, ο Πάγκαλος είχε αποσυρθεί στην Ελευσίνα, απ' όπου παρακολουθούσε τις πολιτικές εξελίξεις.
Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1922, παράλληλα με το στρατιωτικό κίνημα της Χίου, ο Πάγκαλος έχοντας συστήσει από καιρό μια ομάδα αξιωματικών, σχηματίζει την επιτροπή Αθηνών, η οποία προχωρεί κατευθείαν σε συλλήψεις πολιτικών και απελευθερώσεις φιλελεύθερων προσωπικοτήτων. Με την έλευση της επαναστατικής επιτροπής Πλαστήρα-Φωκά-Γονατά, ο Πάγκαλος διορίζεται διοικητής της σχολής Ευελπίδων.[6] Μέχρι την έλευση της Επαναστατικής Επιτροπής συμπεριφερόταν ως αρχηγός αυτής καθώς είχε την πίστη ότι αυτή θα τίθετο υπό της διαταγές του. Παρ' όλα αυτά όχι μόνο αγνοήθηκε, αλλά αρκετές αποφάσεις για τη σύλληψη στελεχών της κυβέρνησης που είχαν πραγματοποιηθεί από αυτόν ακυρώθηκαν. Ο Πάγκαλος μαζί με τον Αλέξανδρο Οθωναίο και τον Αλέξανδρο Χατζηκυριάκο αποτελούσαν[7] ανεξάρτητη ομάδα από την επαναστατική επιτροπή, με την οποία αν και συνεργάζονταν διαφωνούσαν ριζικά ως προς το θέμα της τιμωρίας των υπευθύνων για την καταστροφή. Αυτή η ομάδα δεν είχε συμμετάσχει στη μικρασιατική εκστρατεία παραμένοντας στην Αθήνα και διατηρώντας[7] ζωντανή τη νοοτροπία του διχασμού. Υποστηρίζεται ότι σε αυτόν οφείλεται η παραπομπή των οκτώ σε στρατιωτικό δικαστήριο μέσω των έντονων πιέσεων που ασκούσε στον Πλαστήρα.
Στις 5 Οκτωβρίου συστήθηκε ανακριτική επιτροπή για την τιμωρία των υπευθύνων της Μικρασιατικής Καταστροφής με πρόεδρο τον Θεόδωρο Πάγκαλο. Στην επιτροπή κατέθεσαν όλοι οι κατηγορούμενοι και στις 24 Οκτωβρίου εκδόθηκε το πόρισμα αυτής με το οποίο καταλόγιζε ευθύνες στους κατηγορουμένους. Στη συνέχεια συστήθηκε έκτακτο στρατοδικείο, του οποίου τα μέλη, σε μεγάλο βαθμό, ορίστηκαν από τον Πάγκαλο. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε ο Πάγκαλος και στην ουσιαστική αθώωση του πρίγκιπα Ανδρέα, συμμαθητή του στη σχολή Ευελπίδων, τον οποίο μάλιστα συνόδευσε ο ίδιος στο Φάληρο απ' όπου αναχώρησε για το εξωτερικό. Παραδίδεται μάλιστα και χαρακτηριστικός διάλογος μεταξύ των δύο κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Στο ερώτημα του Πάγκαλου προς τον πρίγκιπα Ανδρέα αν έχει παιδιά, ο δεύτερος του απάντησε καταφατικά. Τότε ο Πάγκαλος αποκρίθηκε: «Κρίμα που θα μείνουν ορφανά», σίγουρος ότι, παρά τις διεθνείς πιέσεις, το δικαστήριο δεν θα τον αθώωνε, προκειμένου να ικανοποιήσει το λαϊκό αίσθημα.[8] Μετά από χρόνια ο ίδιος ο Πάγκαλος δήλωσε ότι «οι έξι εκτελεσθέντες υπήρξαν μοιραία κατ' ανάγκην θύματα στο βωμό της πατρίδας σε κρίσιμες στιγμές».[9]
Η στρατιά του Έβρου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 14 Νοεμβρίου του 1922 διορίστηκε υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Στυλιανού Γονατά. Από τη θέση αυτή έλεγχε όλες τις προαγωγές και μεταθέσεις προωθώντας,[10] κατά παράβαση της επετηρίδας, τους ευνοούμενούς του. Στις 12 Δεκεμβρίου παραιτήθηκε για να αναλάβει την αρχιστρατηγία της Στρατιάς του Έβρου. Εγκαταστάθηκε στην Αλεξανδρούπολη έχοντας έκτακτες εξουσίες. Για να διευκολυνθεί στο έργο του η κυβέρνηση, κατόπιν υποδείξεώς του, εξέδωσε δύο νόμους, σύμφωνα με τους οποίους η κλοπή υλικού από τον στρατό και η εκ δόλου έκδοση απαλλακτικού σε στρατιώτη από αξιωματικό της υγειονομίας θα τιμωρείτο με εκτέλεση. Οι δύο αυτοί νόμοι, καθώς και οι φήμες περί δεκάδων εκτελέσεων που επίτηδες άφησε να διαρρεύσουν ο ίδιος ο Πάγκαλος, επέβαλαν σε μεγάλο βαθμό την πειθαρχία στο καταπονημένο και διαλυμένο στράτευμα.
Σύντομα κατάφερε να μετατρέψει μια διασκορπισμένη μάζα στρατού με χαμηλό ηθικό σε ισχυρό και αξιόμαχο ετοιμοπόλεμο στρατό 115.000 ανδρών. Στην αντίθετη πλευρά ο τουρκικός στρατός της Θράκης δεν ήταν ικανός σε σχέση με αυτόν του Έβρου. Ο Πάγκαλος πίστευε ότι μπορούσε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, αφού οι συνθήκες τον ευνοούσαν. Η ελληνική διπλωματία, γνωρίζοντας το αξιόμαχο του στρατού, προσπάθησε να χρησιμοποιήσει αυτόν ως όπλο προκειμένου να συνθηκολογήσει με την Τουρκία, αποτρέποντας τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Στις 24 Ιουλίου του 1923 υπογράφηκε η ελληνοτουρκική Συνθήκη της Λωζάννης. Η συνθηκολόγηση αυτή δεν ικανοποίησε τον Πάγκαλο, αφού θεωρούσε ότι η κατάληψη της Ανατολικής Θράκης δεν θα ήταν δύσκολη για έναν τέτοιο στρατό. Οι απόψεις του, οι οποίες αντιτίθεντο προς την επαναστατική κυβέρνηση, επέφεραν σύγκρουση μεταξύ της επαναστατικής κυβέρνησης και του ίδιου. Στη Θεσσαλονίκη μάλιστα συγκάλεσε και σύσκεψη με άλλους στρατηγούς προκειμένου να κινηθούν εναντίον της κυβέρνησης. Ο Πλαστήρας έλαβε γνώση της συνάντησης και τον εξανάγκασε[11] σε παραίτηση, παρά τις προσπάθειες του Οθωναίου για συνδιαλλαγή.
Πολιτική σταδιοδρομία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την παραίτησή του, ο Θεόδωρος Πάγκαλος αναχώρησε για το εξωτερικό όπου επισκέφθηκε τη Γαλλία και την Ελβετία. Στη Βέρνη μάλιστα συνάντησε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με τον οποίο διατηρούσε στενή επαφή. Τρεις ημέρες μετά την προκήρυξη εκλογών για τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους (1923) ξέσπασε το Κίνημα Λεοναρδόπουλου - Γαργαλίδη, στην κατάπνιξη του οποίου συμμετείχε ο ίδιος εκδίδοντας διαταγές προς τις στρατιωτικές δυνάμεις από το Υπουργείο Στρατιωτικών.
Το κύρος που είχε αποκτήσει καθώς και η μεγάλη απήχηση που διατηρούσε στους κύκλους των προσφύγων, τον οδήγησαν στην απόφαση να συμμετάσχει στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1923. Με δηλώσεις και άρθρα του υποστήριξε την άμεση πολιτειακή μεταβολή. Όταν τον Οκτώβριο κλήθηκε από τους Πλαστήρα - Γονατά να συζητήσουν, μαζί με άλλες τριάντα προσωπικότητες της οικονομικής και πολιτικής ζωής του τόπου, ο Πάγκαλος, μαζί με τον Χατζηκυριάκο, τον Κονδύλη και τον Οθωναίο, δεν παρουσιάστηκε, διοργανώνοντας την ίδια στιγμή συγκέντρωση στον Πειραιά υπέρ της εξώσεως του Βασιλιά.
Στις 16 Δεκεμβρίου του 1923 το κόμμα των Φιλελευθέρων κέρδισε τις εκλογές. Ο Πάγκαλος είχε αποχωρήσει από τη Δημοκρατική Ένωση και είχε υποβάλει υποψηφιότητα ως ανεξάρτητος στην περιφέρεια Θεσσαλονίκης καταφέρνοντας να εκλεγεί. Οι διαμάχες εντός και εκτός της Βουλής με φόντο το πολιτειακό ζήτημα ήταν ιδιαίτερα έντονες. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ είχε εγκαταλείψει την Ελλάδα και ο Βενιζέλος είχε αναλάβει τα ηνία της χώρας. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1924 δημιουργήθηκε επεισόδιο μεταξύ του Πάγκαλου και του βουλευτή Άρτας Τζώνη, όταν ο δεύτερος επιτέθηκε στον πρώτο στο προαύλιο της Βουλής.
Σε μια κατάσταση έντονων πολιτικών συγκρούσεων ο δημοκρατικός συνασπισμός διαλύεται. Ο Βενιζέλος παραιτείται από πρωθυπουργός, ενώ ο Γεώργιος Καφαντάρης, ο οποίος τον έχει αντικαταστήσει, πράττει το ίδιο λίγες εβδομάδες μετά. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος ηγείται πια του κόμματος των Δημοκρατικών Φιλελευθέρων. Στις 25 Μαρτίου η κυβέρνηση Παπαναστασίου ανακηρύσσει την αβασίλευτη Δημοκρατία, η οποία θα επικυρωνόταν λίγες μέρες αργότερα με δημοψήφισμα, και στις 31 Μαρτίου ο Πάγκαλος αναλαμβάνει το χαρτοφυλάκιο του Υπουργείου Εννόμου Τάξεως. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους αναλαμβάνει και το Υπουργείο των Στρατιωτικών. Την ίδια εποχή διεξαγόταν έρευνα από ανακριτική επιτροπή, και με πρόεδρο τον Κωνσταντίνο Μαζαράκη περί των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία. Με βάση το πόρισμα της επιτροπής θα αποδίδονταν ευθύνες σε στρατιωτικούς σχετικά με λάθη ή παραλείψεις τους. Το πόρισμα της επιτροπής δεν ικανοποίησε την τότε στρατιωτική ηγεσία με αποτέλεσμα ο Μαζαράκης να πέσει σε δυσμένεια.[12] Από την άλλη ο Πάγκαλος άφηνε σκόπιμα[12] να διαρρέουν στον τύπο αποσπάσματα από την έκθεση ενοχοποιητικά για πολλούς αξιωματικούς προξενώντας την αντίδραση του Μαζαράκη, ο οποίος με επιστολή του στον τύπο ζήτησε τη δημοσίευση όλης τη�� έκθεσης. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους δημοσιεύθηκε η έκθεση της ανακριτικής επιτροπής με αποτέλεσμα ο Πάγκαλος να διατάξει τη φυλάκιση του Μαζαράκη. Ο τελευταίος αρνήθηκε ότι έστειλε την έκθεση στον τύπο ενώ με παρέμβασή του διευθυντή του Ελεύθερου Βήματος έγινε γνωστό πως ο Πάγκαλος ήταν ο υπεύθυνος[12] της διαρροής.
Στις 19 Ιουλίου η κυβέρνηση Παπαναστασίου παραιτήθηκε με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν άλλες δύο κυβερνήσεις: του Θεμιστοκλή Σοφούλη και του Ανδρέα Μιχαλακόπουλου. Προς το τέλος του 1924 ο Πάγκαλος ξεκίνησε την οργάνωση κινήματος για την ανατροπή της κυβέρνησης και την κατάληψη της εξουσίας.
Δικτατορία Παγκάλου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δείτε επίσης:Κίνημα Πάγκαλου 25ης Ιουνίου 1925
Στις 25 Ιουνίου 1925, εκδηλώθηκε το Στρατιωτικό Κίνημα του στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου, που το βοήθησε να επικρατήσει η χαλαρή αντίδραση της κυβέρνησης Ανδρέα Μιχαλακόπουλου, η οποία δίστασε να το αντιμετωπίσει δυναμικά. Ο Πάγκαλος, αμέσως μετά την επικράτησή του, σχημάτισε κυβέρνηση που πήρε ψήφο εμπιστοσύνης στη συνέλευση (Κυβέρνηση Θεόδωρου Πάγκαλου 1925), αλλά πολύ γρήγορα εγκατέλειψε τα δημοκρατικά προσχήματα.
Μια πρώτη ένδειξη των πραγματικών διαθέσεων ήταν το διάταγμα της 13 Ιουλίου 1925 για την «κατοχύρωση του Δημοκρατικού Πολιτεύματος», με το οποίο παραπέμπονταν σε στρατοδικεία όσοι μετέδιδαν ειδήσεις που διατάρασσαν τη δημόσια τάξη ή στρέφονταν κατά κάποιο τρόπο εναντίον της κυβέρνησης. Σε εφαρμογή του άρχισαν διώξεις δημοσιογράφων και εφημερίδων, όπως της Εστίας, της Καθημερινής και του Ριζοσπάστη.
Η εκβιαστική άνοδος του Θεόδωρου Πάγκαλου στην εξουσία και η συνακόλουθη νομιμοποίησή του από τη Συνέλευση μπορούν να εξηγηθούν μόνο στο φως της σοβαρής χαλάρωσης των κοινοβουλευτικών αρχών, καθώς και της εξίσου σοβαρής φθοράς της Συνέλευσης, η οποία αδυνατούσε να εξελιχτεί σε ουσιαστική αντιπροσωπευτική εξουσία, όπως αδυνατούσε να εκπληρώσει τη Συντακτική αποστολή της. Ο Πάγκαλος εκμεταλλεύτηκε το έντονα αντικομμουνιστικό κλίμα, που είχε δημιουργηθεί από τις αλλεπάλληλες απεργίες και άλλες εργατικές εκδηλώσεις, και τον πανικό του αστικού κόσμου, για να καταλάβει την εξουσία, ενώ ο αστικός πολιτικός κόσμος εύκολα συγκατατέθηκε να του δώσει πίστωση χρόνου, προκειμένου να επιβάλει μια σειρά αντιδημοκρατικών μέτρων, τα οποία οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις απέφευγαν για ευνόητους λόγους.
Μετά από σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών, ο Θεόδωρος Πάγκαλος ανέλαβε την πρωθυπουργία την 26η Ιουνίου του 1925. Στην κυβέρνηση που σχημάτισε, κράτησε ο ίδιος το Υπουργείο Στρατιωτικών. Στη Βουλή παρουσιάστηκε ως πρωθυπουργός και πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από όλους τους βουλευτές, πλην δεκατεσσάρων. Τα κόμματα Μιχαλακόπουλου και Καφαντάρη απείχαν. Με διάταγμα της 30ης Σεπτεμβρίου του 1925 κατήργησε τη βουλή με το αιτιολογικό ότι "είχε χάσει την εμπιστοσύνη του Έθνους". Οι πολιτικοί αρχηγοί, πιστεύοντας στις δεσμεύσεις Πάγκαλου, του επέτρεψαν ουσιαστικά να αναλάβει αναίμακτα τα ηνία της χώρας.[13]
Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου πραγματοποιήθηκαν δημοτικές εκλογές. Στη Θεσσαλονίκη εξελέγη δήμαρχος ο Μηνάς Πατρίκιος, ο οποίος όμως καθαιρέθηκε με ειδικό νόμο, επειδή είχε υποστηριχθεί από την Αριστερά και το Εργατικό Κέντρο της πόλης. Τον Δεκέμβριο οι εκλογές επαναλήφθηκαν, ο Πατρίκιος επανεξελέγη και ο Πάγκαλος, μη θέλοντας να διώξει τον δήμαρχο, εξόρισε τους φίλα προσκείμενους δημοτικούς συμβούλους, αντικαθιστώντας τους με δικούς του.[14]
Στις 3 Ιανουαρίου 1926 παραιτήθηκε ο ναύαρχος Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος από το Υπουργείο των Ναυτικών, ένας από τους σημαντικότερους υποστηρικτές του Πάγκαλου. Τον Φεβρουάριο αποτράπηκε η πραγματοποίηση κινήματος από τον Κονδύλη. Στις 15 Μαρτίου παραιτήθηκε και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Παύλος Κουντουριώτης, διαμαρτυρόμενος για τις αυθαιρεσίες της δικτατορίας Πάγκαλου. Η είδηση της παραίτησής του κυκλοφόρησε τρεις μέρες αργότερα, καθώς δεν δημοσιεύθηκε αμέσως για λόγους σκοπιμότητας. Ο Πάγκαλος αμέσως προκήρυξε εκλογές για την ανάδειξη νέου προέδρου, προερχόμενου αυτή τη φορά από το λαό. Τα δημοκρατικά κόμματα όμως δεν κατάφεραν να εκμεταλλευθούν αυτή την ευκαιρία. Ο Κωνσταντίνος Δεμερτζής, τον οποίο πρότειναν για την προεδρία, δεν είχε μεγάλη απήχηση στο λαό, ενώ η αποχή που ζήτησαν δεν είχε αποτέλεσμα. Ο Πάγκαλος εξελέγη άνετα πρόεδρος της Δημοκρατίας, λαμβάνοντας 782.589 ψήφους έναντι 56.126 του Δεμερτζή. Έτσι στις 18 Απριλίου ορκίστηκε πρόεδρος της Δημοκρατίας, διατηρώντας παράλληλα το αξίωμα του πρωθυπουργού.
Τον Ιούλιο του 1926 άρχισαν οι προσπάθειες για την εύρεση κάποιου που θα αναλάμβανε την πρωθυπουργία. Αρχικά η πρόταση σχηματισμού κυβέρνησης ανατέθηκε στον Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, που γι' αυτόν τον λόγο ήρθε στην Αθήνα από το Παρίσι. Την τελευταία στιγμή όμως άλλαξε γνώμη και αρνήθηκε. Και ενώ όλα έδειχναν ότι κυβέρνηση θα σχημάτιζε ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου, ο Πάγκαλος διόρισε στις 19 Ιουλίου του 1926 πρωθυπουργό τον Αθανάσιο Ευταξία. Για μια από τις πράξεις που επικρίθηκε, αλλά και σχολιάστηκε ειρωνικά ο Πάγκαλος από τους σύγχρονούς του ιστορικούς, ήταν η απονομή στον εαυτό του του Μεγαλόσταυρου του Σωτήρος.[15].
Φυσιογνωμία του καθεστώτος Παγκάλου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το καθεστώς του στρατηγο�� Πάγκαλου στερούνταν ιδεολογικής βάσης, ενώ δεν διέθετε λαϊκό έρεισμα. Γνωρίζοντάς το, ο ίδιος ο δικτάτορας προσπάθησε να του αποδώσει χαρακτηριστικά άλλων ολιγαρχικών ή δικτατορικών κυβερνήσεων της εποχής του, όπως εκείνης του Μπενίτο Μουσολίνι ή του Πρίμο ντε Ριβέρα κλπ. Επιπλέον, με επανειλημμένες προσπάθειές του, ο Πάγκαλος επιχείρησε να εξασφαλίσει για τον εαυτό του εξουσίες παρόμοιες με αυτές του Προέδρου των ΗΠΑ αλλά απέτυχε, καθώς οι έγκριτοι συνταγματολόγοι στους οποίους απευθύνθηκε του κατέστησαν σαφές πως κάτι τέτοιο ήταν ανεφάρμοστο. Γενικά ο Πάγκαλος, ο οποίος θεωρούσε ότι επειδή υπήρξε καλός στρατιωτικός ηγέτης θα μπορούσε να ηγηθεί της χώρας του και σε πολιτειακό επίπεδο, ως πολιτικός υπήρξε κοντόφθαλμος και ανεπαρκής, μη μπορώντας να συνειδητοποιήσει το γενικό κλίμα και τις συνθήκες του μεσοπολέμου. Περαιτέρω, η τακτική του να παρακάμπτει ή να καταργεί τους θεσμούς της Πολιτείας επέφερε μία εκτεταμένη σύγχυση στον πολιτικό κόσμο και οδήγησε σε αμφισβήτηση αλλά και απαξίωση του δημοκρατικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος από μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού[16].
Εσωτερική πολιτική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η δικτατορία Πάγκαλου έμεινε στην ιστορία κυρίως για δύο πράγματα: Όσον αφορά την εσωτερική πολιτική, για την αστυνομική διάταξη που απαγόρευε στις γυναίκες να φοράνε φούστες που απέχουν πάνω από 30 πόντους από το έδαφος, και για τα σκάνδαλα, στα οποία αναμείχθηκαν μέλη της κυβέρνησης. Από τη διάταξη αυτή εμπνεύστηκε ο Γιώργος Μητσάκης τραγούδι που ξεκινά με το στίχο "Στην εποχή του Πάγκαλου ήταν μακριές οι φούστες", φράση η οποία υποδηλώνει ότι οι εποχές έχουν αλλάξει.[17] [18]
Στον οικονομικό τομέα, η δικτατορία Πάγκαλου αναγκάστηκε να συνάψει εσωτερικό δάνειο, διχοτομώντας το χαρτονόμισμα. Έτσι εξοικονομήθηκαν δύο δισεκατομμύρια δραχμές, ποσό ιδιαίτερα σημαντικό, αν αναλογιστούμε τον αριθμό των προσφύγων στην Ελλάδα.[19] Αυξημένο είναι και το ποσοστό ιδιωτικών επενδύσεων στην Ελλάδα, καθώς και πολλών ξένων εταιρειών, όπως η αγγλική εταιρεία ηλεκτροφωτισμού Πάουερ. Ανάπτυξη παρουσίασε και ο αγροτικός τομέας ενώ γενικότερα η οικονομική πολιτική του Πάγκαλου χαρακτηρίζεται[20] από τα μέτρα λιτότητας που επέβαλε.
Διώξεις πολιτικών και τύπου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η δικτατορία Πάγκαλου επιδόθηκε σε άγριες διώξεις πολιτικών προσώπων και δημοσιογράφων, καθώς και των κομμουνιστών. Μεταξύ των συλληφθέντων συγκαταλέγονται οι Ιωάννης Μεταξάς, Αλέξανδρος Παπαναστασίου, Νικόλαος Πλαστήρας, Γεώργιος Παπανδρέου, Κύρος Κύρου, διευθυντής της εφημερίδας Εστία, Γεώργιος Βεντήρης, δημοσιογράφος κ.άλ. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας απαγορεύθηκε και η λειτουργία των εφημερίδων Καθημερινή και Ριζοσπάστης. Επίσης είχε ιδρυθεί και ειδικό δικαστήριο, το οποίο είχε καταδικάσει σε θάνατο δι' απαγχονισμού δύο καταχραστές αξιωματικούς, τους Δρακάτο και Ζαρειφόπουλο, οι οποίοι και κρεμάστηκαν στο Γουδή.
Επίσης ένα από τα πρώτα μέτρα της δικτατορίας ήταν το κλείσιμο των συλλόγων των Παλαιών Πολεμιστών και η απαγόρευση κάθε δραστηριότητάς τους.
Στα θετικά της δικτατορίας είναι η ίδρυση της Ακαδημίας Αθηνών και η αναδιοργάνωση του στρατού και του στόλου. Κατακρίθηκε[20] όμως για την εμμονή του στις αντιπαραγωγικές στρατιωτικές δαπάνες σε εποχή λιτότητας.
Εξωτερική πολιτική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Θεόδωρος Πάγκαλος κατά τη διάρκεια της εξουσίας του υιοθέτησε εθνικιστική ρητορεία, δημιουργώντας συγκρούσεις με τα γειτονικά κράτη. Η εμμονή του στην ιδέα περί εκδίκησης των Τούρκων για τη Μικρασιατική Καταστροφή, τον οδήγησαν σε απαράδεκτα διπλωματικά λάθη.
Τον Οκτώβριο του 1925 δημιουργήθηκε μια μικροσυμπλοκή μεταξύ βουλγαρικών και ελληνικών σωμάτων στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Ο Πάγκαλος αμέσως διέταξε την είσοδο ελληνικών στρατευμάτων στη Βουλγαρία. Η προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων αναχαιτίστηκε από την Κοινωνία των Εθνών, η οποία με ψήφισμά της δικαίωσε τη Βουλγαρία και υποχρέωσε την Ελλάδα να καταβάλει ως πολεμική αποζημίωση 30 εκατομμύρια βουλγαρικά λέβα, δηλαδή 50 χιλιάδες χρυσές λίρες.[19] Το περιστατικό αυτό έμεινε στην ιστορία ως «Επεισόδιο του Πετριτσίου».
Το μεγαλύτερο όμως ατόπημα του Πάγκαλου ήταν η σύναψη συνθήκης με τη Γιουγκοσλαβία, η οποία επισπεύσθηκε προκειμένου να επικεντρωθούν τα επιτελεία του στρατού στην απειλή της Τουρκίας. Στις 17 Αυγούστου 1926 υπογράφηκε συνθήκη μεταξύ των δύο χωρών, για την οποία αντέδρασε όλος ο πολιτικός και επιχειρηματικός κόσμος. Υπουργός εξωτερικών της Ελλάδας εκείνη την περίοδο ήταν ο Λουκάς Κανακάρης - Ρούφος. Μεταξύ των άλλων, η συνθήκη προέβλεπε τη συγκυριαρχία της Γιουγκοσλαβίας στον λιμένα της Θεσσαλονίκης και στην κοιλάδα Αξιού, την παραχώρηση του ελέγχου της σερβικής μονής στο Άγιο Όρος, καθώς και τη μετατροπή της σιδηροδρομικής γραμμής Γευγελής σε ελληνοσερβική, με την προϋπόθεση όμως ότι οι υπάλληλοι θα μιλούσαν τη σερβική γλώσσα. Η συνθήκη αυτή προξένησε επίσης έντονη δυσαρέσκεια στους στρατιωτικούς και διπλωματικούς κύκλους. Μετά την πτώση του Πάγκαλου η κυβέρνηση έσπευσε να ακυρώσει τη συμφωνία μεταξύ των δύο κρατών.
Η συμφωνία με τη Γιουγκοσλαβία, η αποπληρωμή της πολεμικής αποζημίωσης προς τη Βουλγαρία, καθώς και οι φιλικές σχέσεις με την Ιταλία, πραγματοποιήθηκαν προκειμένου να εξασφαλιστούν[21] τα σύνορα έτσι ώστε η Ελλάδα να κηρύξει πόλεμο προς την Τουρκία, η οποία εκείνη την περίοδο αντιμετώπιζε πρόβλημα με το Ιράκ σχετικά με τη χάραξη των συνόρων τους.
Ο Πάγκαλος προσέγγισε διπλωματικά και το Μουσολίνι, με στόχο να πετύχει την Ιταλική συνδρομή σε περίπτωση πολέμου Ελλάδας - Τουρκίας (του οποίου η πραγματοποίηση ήταν διακαής πόθος) αλλά συνάντησε μία μάλλον αδιάφορη ανταπόκριση[22].
Καταδίωξη και σύλληψη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ύστερα από την ελληνογιουγκοσλαβική συνθήκη και το «Επεισόδιο του Πετριτσίου», το οποίο προκάλεσε οργή στους κύκλους των αξιωματικών και των πολιτικών, η θέση του Πάγκαλου ήταν δύσκολη. Επίσης οι συνεχείς διώξεις των πολιτικών είχαν προκαλέσει δυσφορία στο λαό. Η απαξίωση του πολιτικού λόγου και των θεσμών, η αυθαιρεσία, καθώς και η έλλειψη σεβασμού στη δημοκρατία, επέφεραν την ανατροπή της δικτατορίας Πάγκαλου.[23]
Ο Θεόδωρος Πάγκαλος, αν και γνώριζε για ύποπτες κινήσεις αξιωματικών δεν έδωσε σημασία, συνεχίζοντας την περιοδεία του στην επαρχία, όπου ετύγχανε ενθουσιώδους υποδοχής. Στις Σπέτσες τον βρήκε το κίνημα του Κονδύλη, ο οποίος σε συνεργασία με άλλους αξιωματικούς (Ντερτιλής, Κατσώτας, Κοκκαλάς) επιχείρησε να τον ανατρέψει. Το βράδυ της 22ας Αυγούστου οι κινηματίες κατέλαβαν το υπουργείο στρατιωτικών και το φρουραρχείο, ενώ στη συνέχεια όλα τα τάγματα προσχώρησαν στο κίνημα. Αμέσως στάλθηκαν 70 άντρες με ακτοπλοϊκό για να συλλάβουν τον Πάγκαλο που παραθέριζε στις Σπέτσες. Ο Πάγκαλος επιβιβάστηκε στο τορπιλοβόλο Πέργαμος και προσπάθησε να διαφύγει από τον Ισθμό της Κορίνθου, με σκοπό να ενωθεί με τη μοίρα του πλοιάρχου Κολιαλέξη, ο οποίος βρισκόταν στη Ζάκυνθο. Μη μπορώντας όμως να περάσει από τον Ισθμό, επιχείρησε να κάνει τον περίπλου της Πελοποννήσου. Το Πέργαμος, παρά τους βομβαρδισμούς που δέχθηκε, δεν παραδόθηκε και συνέχισε κανονικά την πορεία του. Όμως κοντά στα Κύθηρα, το αντιτορπιλικό Λέων πλεύρισε το Πέργαμος αποβιβάζοντας στρατιώτες.[γ] Μπροστά στο φάσμα της αιματοχυσίας και πληροφορούμενος παράλληλα την παραίτηση του Κολιαλέξη, λόγω στάσης των πληρωμάτων μερικών πλοίων της μοίρας του, ο Πάγκαλος παραδόθηκε στους κινηματίες, αντιλαμβανόμενος πια ότι όλα είχαν τελειώσει. Μετά τη σύλληψή του αποβιβάστηκε στο Κερατσίνι, απ' όπου και οδηγήθηκε, ύστερα από μερικές μέρες, στις φυλακές Ιτζεντίν της Κρήτης.
Η κράτησή του δημιούργησε πολλές αντιδράσεις, καθώς δεν υπήρχαν επαρκείς κατηγορίες που να δικαιολογούν την παραμονή του στη φυλακή. Ο τρόπος με τον οποίο είχε αναλάβει την εξουσία ο Πάγκαλος ήταν συνταγματικός, τουλάχιστον επιφανειακά, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση Κονδύλη να προσπαθεί να τον επιβαρύνει με σκάνδαλα που συνέβησαν επί εξουσίας του, όπως αυτό με το καζίνο Ελευσίνας, για την προμήθεια 512 γερμανικών αυτοκινήτων κ.ά., κατηγορίες τις οποίες ο ίδιος αρνήθηκε ενώπιον του Ανώτατου Ανακριτικού Συμβουλίου. Ο Πάγκαλος δεν προσήχθη σε δίκη και τελικά με απόφαση της 13ης Ιουλίου 1928 της κυβέρνησης Βενιζέλου αποφυλακίστηκε. Το χρονικό όριο προφυλάκισης είχε παρέλθει και ουσιαστικά κρατείτο παράνομα.
Τελευταία χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την αποφυλάκισή του συμμετείχε στις εκλογές της 23ης Αυγούστου 1928 ως αρχηγός της Εθνικής Ενώσεως αποτυγχάνοντας να εκλεγεί. Στις 16 Μαΐου του 1929 συνελήφθη πάλι για τα αδικήματα της δικτατορίας. Στη συνέχεια αποφυλακίστηκε με εγγύηση και στις 17 Μαρτίου του 1930 προσήχθη σε δίκη ενώπιον τριακονταμελούς επιτροπής της Γερουσίας με βάση τον νόμο περί ευθύνης υπουργών με την κατηγορία της απιστίας για το σκάνδαλο του καζίνο της Ελευσίνας. Η κατηγορία αφορούσε την εκχώρηση άδειας λειτουργίας καζίνο στην Ελευσίνα σε φίλα προσκείμενο επιχειρηματία έναντι χαμηλότερου αντιτίμου από ό,τι προσέφερε ο πλειοδότης. Τελικά καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση και πενταετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Παράλληλα οι οπαδοί του Πάγκαλου στο στράτευμα εκτοπίστηκαν στη Μακεδονία.
Στις 30 Οκτωβρίου 1930 συνελήφθη μαζί με άλλους 36 αξιωματικούς και τον γαμπρό του, Γ. Δομεστίκο, και φυλακίστηκε[25] στις φυλακές Συγγρού για οργάνωση υποτιθέμενου πραξικοπήματος για την ανατροπή της κυβέρνησης Βενιζέλου, ο οποίος εκείνη την περίοδο βρισκόταν στην Τουρκία για την υπογραφή συνθήκης φιλίας μεταξύ των δύο χωρών, κίνηση στην οποία αντιτίθετο μερίδα αξιωματικών. Ύστερα από λίγους μήνες αποφυλακίστηκε και εγκαταστάθηκε μόν��μα στην Ελευσίνα. Ένα χρόνο αργότερα παραπέμφθηκε σε νέα δίκη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας για την προετοιμασία του κινήματος του 1930 ενώ στις 31 Μαΐου του ίδιου χρόνου εκτοπίστηκε στην Αιδηψό. Το 1935 έλαβε μέρος στις εκλογές ως επικεφαλής του Εθνικού Κόμματος στην περιφέρεια Δράμας χωρίς όμως να καταφέρει να εκλεγεί. Όλη αυτή την περίοδο ο ίδιος αρθρογραφούσε σε διάφορες εφημερίδες.
Με βάση γερμανικά αρχεία ο Πάγκαλος ήλθε σε επαφή με το Γερμανό πρέσβη στην Ελλάδα Έρμπαχ, δηλώνοντας πως εκπροσωπούσε πολιτικούς με σημαντική επιρροή και πρότεινε το σχηματισμό κυβέρνησης φίλα προσκείμενης προς τη Γερμανία, η οποία θα καταλάμβανε πραξικοπηματικά την εξουσία. Η κυβέρνηση αυτή θα προσχωρούσε στο Τριμερές Σύμφωνο και θα τερμάτιζε τον πόλεμο με την Ιταλία στη βάση του status quo.[26] Στις 19 Απριλίου 1941 προτάθηκε, από τον Βρετανό πρέσβη Πάλερετ,[27] στον βασιλιά Γεώργιο να συμπεριλάβει στη νέα κυβέρνηση και τον Πάγκαλο, αλλά η πρόταση δεν καρποφόρησε.[28] Ο Βασιλιάς για το πρόσωπό του είχε αντιρρήσεις.[29] Μετά την κατάθεση της σχετικής εντολής κυβέρνησης από τον Αλέξανδρο Μαζαράκη-Αινιάν, την επομένη κλήθηκε ο Πάγκαλος από τον βασιλιά Γεώργιο Β', εκείνος αρνήθηκε λέγοντας: Ο Ελληνικός στρατός είναι ένα πτώμα. Δε χρειάζεται τώρα ηγέτη, αλλά έναν ιερέα.[30] Με την έλευση των Γερμανών και τον διορισμό του Τσολάκογλου στη θέση του πρωθυπουργού, πολλές πολιτικές προσωπικότητες, μεταξύ αυτών και ο Πάγκαλος, τον επισκέφθηκαν στο γραφείο του, κίνηση που σχολιάστηκε αρνητικά.[31] Τον Νοέμβριο του 1941 με ειδική ρύθμιση ο Πάγκαλος άρχισε να λαμβάνει σύνταξη ως πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας, η οποία συνεχίστηκε και μετά την κατοχή.[32] Στις 16 Οκτωβρίου του '44, μέλη του ΕΑΜ αποπειράθηκαν να τον συλλάβουν αλλά η προσωπική του φρουρά τους εμπόδισε. Στις 26 του ίδιου μήνα συνελήφθη από την κυβέρνηση Παπανδρέου και οδηγήθηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Τον Δεκέμβριο του 1944 αποφυλακίστηκε. Στις 25 Αυγούστου 1945 συνελήφθη ως δωσίλογος, κατόπιν αποφάσεως του 6ου ανακριτικού γραφείου δοσιλόγων.[33] Λίγες μέρες νωρίτερα του είχε ασκηθεί ποινική αγωγή για τα δημοσιευθέντα άρθρα του κατά την περίοδο της κατοχής, τα οποία, σύμφωνα με την αγωγή, εξυπηρετούσαν το έργο των εχθρών.
Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1945 αθωώθηκε οριστικά με απαλλακτικό βούλευμα από τις κατηγορίες που τον βάρυναν για συνεργασία με τις κατοχικές δυνάμεις. Η κατηγορία περί συνεργασίας με τις κατοχικές δυνάμεις στηριζόταν στο γεγονός ότι είχε συμμετάσχει στην ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας επί κατοχής.[34] Υποστηρίζεται ότι η δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας στηρίχθηκε από τον Πάγκαλο για να αποτραπεί ενδεχόμενη επαναφορά του βασιλιά.[35] Στις εκλογές του Μαρτίου του 1950 κατήλθε ως υποψήφιος με το Εθνικόν Κόμμα Ελλάδος υπό τον Ναπολέοντα Ζέρβα. Στις εκλογές το Εθνικό Κόμμα κατέλαβε επτά έδρες, οι οποίες όμως κερδήθηκαν κατά κύριο λόγο στην Ήπειρο, με αποτέλεσμα ο ίδιος να μην εκλεγεί.
Απεβίωσε σε ηλικία 74 ετών, στις 27 Φεβρουαρίου 1952 από φυματίωση στο ξενοδοχείο «Χλόη» της Κηφισιάς, όπου διέμενε. Η κηδεία του έγινε την επομένη, δημοσία δαπάνη.[36] Το 1950 εκδόθηκαν τα απομνημονεύματά του.
Προσωπική ζωή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ήταν νυμφευμένος[δ] από το 1901 με την Αριάδνη Σκλιά-Σαχτούρη, κόρη Αιγυπτιώτη πολιτικού μηχανικού, υδραϊκής καταγωγής, με την οποία απέκτησαν τέσσερα παιδιά:[37]
- τον Θησέα υποναύαρχο του Πολεμικού Ναυτικού
- τον Δημήτριο εκδότη της εβδομαδιαίας πολιτικής και οικονομικής εφημερίδας Μεσογειακό Βήμα
- τον Γεώργιο αντιπτέραρχο της Πολεμικής Αεροπορίας, υπαρχηγό του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας και πατέρα του πολιτικού Θεόδωρου Πάγκαλου
- την Αμαλία Πάγκαλου, μετέπειτα σύζυγο του Γ. Δομεστίκου, διευθυντή του πολιτικού γραφείου του Πάγκαλου
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Ο Θεόδωρος Πάγκαλος είχε άλλα δύο αδέρφια, τον Γεώργιο, που γεννήθηκε στη Σαλαμίνα το 1875, και την Αθηνά, που γεννήθηκε το 1860, μετέπειτα σύζυγο του Ιωάννου Παπανικολάου (Κολώτα), Σαλαμίνιου δικηγόρου. Ο Γεώργιος σταδιοδρόμησε ως αξιωματικός στη χωροφυλακή και μάλιστα διετέλεσε πρώτος διοικητής της σχολής χωροφυλακής.
- ↑ Η Κατίγκω Χατζημελέτη ήταν κόρη του Μελέτη Χατζημελέτη, πληρεξούσιου Μεγαρίδας στην εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, και της Μαλαματένιας Βιρβίλη, κόρης του Σαλαμίνιου Αντώνη Βιρβίλη, φιλικού, χρηματοδότη του αγώνα του 1821, πληρεξούσιου Σαλαμίνας στη Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους Κυνουρίας, καθώς και Δημάρχου Σαλαμίνας, στο σπίτι του οποίου μεταφέρθηκε η σορός του Γεωργίου Καραϊσκάκη, όπου και ετάφη στον ναό του Αγίου Δημητρίου. Πατέρας του Μελέτη, ήταν ο Γιάννης Χατζημελέτης, πρόκριτος της Ελευσίνας, χρηματοδότης και υπαρχηγός του Καραϊσκάκη, ο οποίος διέθεσε όλη του την περιουσία στον αγώνα του 1821.[2]
- ↑ Τη διακυβέρνηση του Πέργαμος είχε αναλάβει ο υπασπιστής του δικτάτορα Βασίλης Λάσκος, ο μετέπειτα ηρωικός Κυβερνήτης του Υ/Β Κατσώνης, αδελφός του σκηνοθέτη Ορέστη Λάσκου.[24]
- ↑ Κουμπάρος στο γάμο του Πάγκαλου ήταν ο στρατηγός Τιμολέων Βάσσος - Μαυροβουνιώτης, ο οποίος ήταν και ανάδοχός του.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Mazower, Mark (1994). Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. σελ. 353. ISBN 978-960-221096-3.
- ↑ Εφημερίδα Το Βήμα, «Τα Ελευσίνια μυστήρια δύο υπουργών» Αρχειοθετήθηκε 2012-04-30 στο Wayback Machine., 14 Σεπτεμβρίου 1997.
- ↑ 3,0 3,1 Ιστοσελίδα Σαν Σήμερα «Βιογραφία Θεόδωρου Πάγκαλου» Αρχειοθετήθηκε 2007-12-06 στο Wayback Machine..
- ↑ Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.ΙΔ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1977, σελ. 259.
- ↑ Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.ΙΕ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1978, σελ. 16.
- ↑ Επίσημη ιστοσελίδα της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων «Διοικητές (1909 - 1946)». Ανακτήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 2016.
- ↑ 7,0 7,1 Θάνος Βερέμης (2000). Ο στρατός στην ελληνική πολιτική. Αθήνα: Κούριερ, σελ. 114-115.
- ↑ Γεράσιμος Αποστολάτος, «Ο στρατηγός Πάγκαλος και ο πρίγκιπας Ανδρέας» (επιστολή), Το Βήμα (6 Δεκεμβρίου 1998). Ανακτήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 2016.
- ↑ Ιωάννης Παπαφλωράτος, Περιοδικό Ιστορία: Η εκτέλεση των έξι, τεύχος 462, σελ. 51.
- ↑ Βερέμης (2000), σελ. 117.
- ↑ Βερέμης (2000), σελ. 120.
- ↑ 12,0 12,1 12,2 Βερέμης (2000), σελ. 137-139.
- ↑ Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, «H δικτατορία του στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου».
- ↑ Γεώργιος Αναστασιάδης, Ε/Ιστορικά: Οι δικτατορίες του 20ού αιώνα, τεύχος 130, σελ. 41-42.
- ↑ Τάσος Βουρνάς (2005). Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας. Β΄. Αθήνα: Πατάκης. σελ. 331. ISBN 960-600-525-9.
- ↑ Γρηγόριος Δαφνής, "Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923 - 1940", Τόμος Β΄, σελ. 352, έκδοση "Κάκτος", Αθήνα (2009)
- ↑ «Στην εποχή του Πάγκαλου ήταν μακριές οι φούστες». tvxs. 11 Μαΐου 2012. Ανακτήθηκε στις 28 Μαΐου 2012.
- ↑ «Στην εποχή του Πάγκαλου, που ήταν μακριές οι φούστες». slang.gr. Ανακτήθηκε στις 28 Μαΐου 2012.
- ↑ 19,0 19,1 Βουρνάς (2005), Β΄: σελ. 332.
- ↑ 20,0 20,1 Βερέμης Θάνος (1982), Οικονομία και Δικτατορία: η συγκυρία 1925-1926. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, σελ. 19-20.
- ↑ Βερέμης (1982), σελ. 37-38.
- ↑ Γρηγόριος Δαφνής, οπ. πρ., σελ. 351
- ↑ Αναστασιάδης, σελ. 43.
- ↑ Βλ. Μ. Καραγάτσης (2014). Βασίλης Λάσκος (8η έκδοση). Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. σελίδες 83–92. ISBN 978-9600503012.
- ↑ Κώστας Χατζηαντωνίου (2004). Θεόδωρος Πάγκαλος. Αθήνα: Ιωλκός. σελ. 338. ISBN 960-426-337-4.
- ↑ Heinz Richter, Η Ιταλο-Γερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδος, μτφρ. Κώστας Σαρρόπουλος, εκδ.Γκοβόστη, Αθήνα, 1998, σελ.409
- ↑ Heinz Richter, Η Ιταλο-Γερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδος, μτφρ.Κώστας Σαρρόπουλος, εκδ.Γκοβόστη, Αθήνα, 1998, σελ.550
- ↑ Χατζηαντωνίου (2004), σελ. 349.
- ↑ Heinz Richter, Η Ιταλο-Γερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδος, μτφρ.Κώστας Σαρρόπουλος, εκδ.Γκοβόστη, Αθήνα, 1998, σελ.548
- ↑ Heinz Richter, Η Ιταλο-Γερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδος, μτφρ.Κώστας Σαρρόπουλος, εκδ.Γκοβόστη, Αθήνα, 1998, σελ.553
- ↑ Ιστορικό Λεύκωμα Ημερολόγιο Κατοχής, 1941-1942, Εκδόσεις Μέτρον, σελ. 35.
- ↑ Ημερολόγιο Κατοχής, σελ. 95.
- ↑ «Ο στρατηγός Θ. Πάγκαλος συνελήφθη ως δωσίλογος». Εφημερίδα Ελευθερία. 26 Αυγούστου 1945. Ανακτήθηκε στις 27 Ιανουαρίου 2009.
- ↑ Εφημερίδα Ριζοσπάστης, «Κατοχικές κυβερνήσεις - Τάγματα Ασφαλείας».
- ↑ Περικλής Ροδάκης (1999). Καλάβρυτα 1941-44. Κείμενο του Ελευθέριου Δέπου στο βιβλίο. Αθήνα: Παρασκήνιο. σελ. 369. ISBN 960-7107-61-6.
- ↑ Εφημερίδα Ελευθερία, «Κηδεύεται σήμερα ο Πάγκαλος», 28/2/1952
- ↑ Γενεαλογικό δέντρο Οικογένειας Θ. Πάγκαλου, στο «Η Οικογένεια Βιρβίλη - κλάδοι Χατζημελέτη», koutouzis.gr. Ανακτήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 2016.
- Έλληνες αρχηγοί κομμάτων
- Έλληνες βουλευτές
- Έλληνες κινηματίες
- Έλληνες υπουργοί Εννόμου Τάξεως
- Έλληνες υπουργοί Στρατιωτικών
- Αρβανίτες
- Βουλευτές εκλεγμένοι με το κόμμα των Φιλελευθέρων
- Δικτάτορες
- Πρωθυπουργοί της Ελλάδας
- Πρόεδροι της Ελληνικής Δημοκρατίας
- Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Σωτήρος
- Έλληνες αξιωματικοί του πεζικού
- Έλληνες αξιωματικοί επίλεκτων δυνάμεων
- Βενιζελισμός