Χαφιζουλάχ Αμίν
Χαφιζουλάχ Αμίν | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | حفيظ الله امين (Πάστο) |
Γέννηση | 1 Αυγούστου 1929[1][2] Παγκμάν |
Θάνατος | 27 Δεκεμβρίου 1979[1][2] Παλάτι Τατζμπέγκ |
Αιτία θανάτου | τραύμα από πυροβολισμό |
Τόπος ταφής | Παλάτι Τατζμπέγκ |
Χώρα πολιτογράφησης | Αφγανιστάν |
Θρησκεία | Ισλάμ |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο Κολούμπια Teachers College |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός |
Πολιτική τοποθέτηση | |
Πολιτικό κόμμα/Κίνημα | Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Πρόεδρος του Επαναστατικού Συμβουλίου του Αφγανιστάν (Σεπτέμβριος 1979 – Δεκέμβριος 1979) Υπουργός Άμυνας του Αφγανιστάν (Ιουλίου 1979 – Δεκέμβριος 1979) Πρωθυπουργός του Αφγανιστάν (Μάρτιος 1979 – Δεκέμβριος 1979) Πρόεδρος του Αφγανιστάν (Σεπτέμβριος 1979 – Δεκέμβριος 1979) Minister of Foreign Affairs of Afghanistan |
Ο Χαφιζουλάχ Αμίν (παστού/νταρί: حفيظ الله امين, 1 Αυγούστου 1929 – 27 Δεκεμβρίου 1979) ήταν Αφγανός κομμουνιστής πολιτικός κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ο Αμίν γεννήθηκε στο Παγκμάν και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Καμπούλ. Μετά το πέρας των σπουδών του ξεκίνησε σταδιοδρομία ως εκπαιδευτικός. Μετά από λ��γα χρόνια σε αυτό το επάγγελμα, πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να συνεχίσει τις σπουδές του. Επισκέφθηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες για δεύτερη φορά πριν μετακομίσει μόνιμα στο Αφγανιστάν ξεκινώντας παράλληλα τη σταδιοδρομία του στη ριζοσπαστική πολιτική. Υπήρξε υποψήφιος στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1965, αλλά απέτυχε να εκλεγεί. Ο Αμίν ήταν το μοναδικό μέλος του κόμματος Χαλκ που εξελέγη στο κοινοβούλιο στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1969, βελτιώνοντας έτσι τη θέση του στο κόμμα. Ήταν ένας από τους κορυφαίους διοργανωτές της εξέγερσης του Σαούρ που ανέτρεψε την κυβέρνηση του Μοχάμεντ Νταούντ Χαν.
Η σύντομη προεδρία του Αμίν χαρακτηρίστηκε από αντιπαραθέσεις από την αρχή μέχρι το τέλος της. Ήρθε στην εξουσία εκθρονίζοντας τον προκάτοχό του Νουρ Μουχαμάντ Ταρακί και αργότερα διέταξε τον θάνατό του. Ο Αμίν προσπάθησε να κερδίσει τη στήριξη από εκείνους που εξεγέρθηκαν κατά του κομμουνιστικού καθεστώτος που είχε ξεκινήσει υπό τον Ταρακί, αλλά η κυβέρνησή του δεν μπόρεσε να λύσει αυτό το πρόβλημα.[3] Πολλοί Αφγανοί θεώρησαν τον Αμίν υπεύθυνο για τα σκληρότερα μέτρα του καθεστώτος[4] όπως η διαταγή για χιλιάδες εκτελέσεις.[5] Η Σοβιετική Ένωση, η οποία ήταν δυσαρεστημένη από τον Αμίν και ισχυρίστηκε επίσης ότι θα μπορούσε να είναι πράκτορας της CIA, παρενέβη στο Αφγανιστάν, επικαλούμενη την Εικοσαετή Συνθήκη Φιλίας μεταξύ του Αφγανιστάν και της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Αμίν δολοφονήθηκε από τους Σοβιετικούς στις 27 Δεκεμβρίου 1979, στο πλαίσιο της επιχείρησης Καταιγίδα-333, έχοντας διακυβερνήσει για λίγο περισσότερο από τρεις μήνες.
Πρώτα χρόνια και σταδιοδρομία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Χαφιζουλάχ Αμίν γεννήθηκε από οικογένεια Γκιλτζί Παστούν στο Παγκμάν[6] την 1η Αυγούστου 1929.[7] Ο πατέρας του, δημόσιος υπάλληλος, πέθανε όταν ήταν ακόμα πολύ νέος. Χάρη στον αδελφό του Αμπντουλάχ, δάσκαλο σε δημοτικό σχολείο, ο Αμίν ήταν σε θέση να παρακολουθήσει τόσο το δημοτικό όσο και το γυμνάσιο, γεγονός που με τη σειρά του επέτρεψε να εγγραφεί στο Πανεπιστήμιο της Καμπούλ. Αφού σπούδασε μαθηματικά εκεί, αποφοίτησε επίσης από το Παιδαγωγικό Κολλέγιο Νταρούλ Μουαλιμίν στην Καμπούλ και έγινε δάσκαλος. Ο Αμίν αργότερα έγινε αντιπρόεδρος της σχολής αυτής και στη συνέχεια διευθυντής του εγνωσμένου κύρους Γυμνασίου Αβεσινά και το 1957 έφυγε από το Αφγανιστάν για το Πανεπιστήμιο Κολούμπια στη Νέα Υόρκη, όπου απέκτησε μεταπτυχιακό δίπλωμα στην εκπαίδευση.[6] Ο Αμίν βρισκόταν σε αυτό το πανεπιστήμιο όταν προσελκύστηκε από τον μαρξισμό, και το 1958 έγινε μέλος του Σοσιαλιστικού Προοδευτικού Συλλόγου του Πανεπιστημίου.[8] Όταν επέστρεψε στο Αφγανιστάν, ο Αμίν έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Καμπούλ και αργότερα, για δεύτερη φορά, διευθυντής του γυμνασίου Αβεσινά.[9] Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Αμίν γνώρισε τον κομμουνιστή Νουρ Μουχαμάντ Ταρακί. Περίπου αυτήν την περίοδο, ο Αμίν παραιτήθηκε από τη θέση του ως επικεφαλής του Γυμνασίου Αβεσινά προκειμένου να γίνει διευθυντής του Κολεγίου Νταρούλ Μουαλιμίν.[10]
Υποστηρίζεται ότι ο Αμίν ασπάστηκε τον ριζοσπαστισμό κατά τη διάρκεια της δεύτερης παραμονής του στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1962, όταν εγγράφηκε σε μια ομάδα εργασίας-μελέτης στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν. Ο Αμίν παρακολούθησε το διδακτορικό πρόγραμμα της Παιδαγωγικής Σχολής του Κολούμπια, αλλά άρχισε να παραμελεί τις σπουδές του για χάρη της πολιτικής. Το 1963 έγινε επικεφαλής του σωματείου των Αφγανών φοιτητών στη σχολή. Όταν επέστρεψε στο Αφγανιστάν στα μέσα της δεκαετίας του 1960, η πτήση του πετούσε στο Αφγανιστάν μέσω Μόσχας. Εκεί, ο Αμίν συναντήθηκε με τον Αφγανό πρέσβη στη Σοβιετική Ένωση, τον παλιό του φίλο Αλί Αχμάντ Ποπέλ, πρώην υπουργό Παιδείας του Αφγανιστάν. Κατά τη διάρκεια της σύντομης παραμονής του, ο Αμίν ριζοσπαστικοποιήθηκε ακόμη περισσότερο.[10] Μερικοί άνθρωποι, ο Ναμπί Μισντάκ, για παράδειγμα, δεν γνώριζαν ότι ταξίδευε μέσω Μόσχας, αλλά μάλλον μέσω Δυτικής Γερμανίας και Λιβάνου.[8] Μέχρι τη στιγμή που επέστρεψε στο Αφγανιστάν, το κομμουνιστικό Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν είχε ήδη διοργανώσει το ιδρυτικό του συνέδριο, το οποίο έλαβε χώρα το 1965. Ο Αμίν υπήρξε υποψήφιος του κόμματος στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1965 και έχασε την έδρα για περίπου 50 ψήφους.[10]
Το 1966, όταν η Κεντρική Επιτροπή του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος του Αφγανιστάν απέκτησε νέα μέλη, ο Αμίν εξελέγη ως μέλος χωρίς δικαίωμα ψήφου και την άνοιξη του 1967 απέκτησε την πλήρη συμμετοχή. Η θέση του Αμίν στη συνιστώσα Χαλκ του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος βελτιώθηκε όταν υπήρξε ο μόνος εκλεγμένος της στο κοινοβούλιο στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1969.[10] Όταν το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν διαχωρίστηκε στις δύο συνιστώσες του το 1967, (Χαλκ με επικεφαλής τον Νουρ και Παρτσάμ με επικεφαλής τον Μπαμπράκ Καρμάλ), ο Αμίν εντάχθηκε στο Χαλκ. Ως μέλος του κοινοβουλίου, ο Αμίν προσπάθησε να κερδίσει την υποστήριξη των Παστούν στις ένοπλες δυνάμεις.[11] Σύμφωνα με μια βιογραφία του Αμίν, χρησιμοποίησε τη θέση του ως βουλευτή για την καταπολέμηση του ιμπεριαλισμού, της φεουδαρχίας και των αντιδραστικών τάσεων και πολέμησε εναντίον του «σάπιου» καθεστώτος, της μοναρχίας. Ο ίδιος ο Αμίν δήλωσε ότι χρησιμοποίησε τη συμμετοχή του στο κοινοβούλιο για να συνεχίσει τον ταξικό αγώνα ενάντια στην αστική τάξη.[12] Οι σχέσεις μεταξύ των μελών του Χαλκ και αυτών του Παρτσάμ επιδεινώθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Ο Αμίν, ο μόνος βουλευτής του Χαλκ και ο Μπαμπράκ Καρμάλ, ο μόνος βουλευτής του Παρτσάμ, δεν συνεργάστηκαν μεταξύ τους. Ο Αμίν αργότερα, κατά τη διάρκεια της σύντομης διακυβέρνησής του, ανέφερε αυτά τα γεγονότα με πικρία.[13] Μετά τη σύλληψη των συναδέλφων του μελών του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος, Ντασταγκίρ Παντζσερί και Σαλέχ Μοχαμάντ Ζεαρί το 1969, ο Αμίν έγινε ένα από τα κορυφαία μέλη του κόμματος[14] και συνέχισε να είναι κύριο μέλος του κόμματος τη στιγμή της απελευθέρωσής τους το 1973.[15]
Η εποχή του Νταούντ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από το 1973 μέχρι την ενοποίηση του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος του Αφγανιστάν το 1977, ο Αμίν ήταν δεύτερος μόνο μετά τον Ταρακί στη συνιστώσα Χαλκ. Όταν το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα κατέλαβε την εξουσία στο Αφγανιστάν, η σχέση τους αναφέρεται ως μαθητής (Αμίν) που ακολουθεί τον μέντορά του (Ταρακί). Αυτή η επίσημη απεικόνιση της κατάστασης ήταν παραπλανητική. Η σχέση τους ήταν περισσότερο προσανατολισμένη στην εργασία. Ο Ταρακί χρειαζόταν τα «τακτικά και στρατηγικά ταλέντα» του Αμίν. Τα κίνητρα του Αμίν είναι πιο αβέβαια, αλλά πιστεύεται ότι συνεργάστηκε με τον Ταρακί για να προστατεύσει τη δική του θέση. Ο Αμίν είχε αποκτήσει πολλούς εχθρούς κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, με τον πιο αξιοσημείωτο να είναι ο Καρμάλ. Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή των γεγονότων, ο Ταρακί προστάτευσε τον Αμίν από μέλη του κόμματος ή άλλους που ήθελαν να βλάψουν το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν και τη χώρα.[16]
Όταν ο Μοχάμεντ Νταούντ Χαν απομάκρυνε τη μοναρχία και καθιέρωσε τη Δημοκρατία του Αφγανιστάν, η συνιστώσα Χαλκ προσέφερε την υποστήριξή της στο νέο καθεστώς εάν καθιερωνόταν ένα Εθνικό Μέτωπο το οποίο πιθανότατα θα περιελάμβανε την ίδια. Το Παρτσάμ είχε ήδη συμμαχήσει με τον Νταούντ στην αρχή του καθεστώτος του και ο Καρμάλ ζήτησε τη διάλυση της συνιστώσας Χαλκ. Η έκκληση του Καρμάλ για διάλυση του Χαλκ μόνο δυσχέρανε τις σχέσεις μεταξύ των δύο συνιστωσών.[17] Ωστόσο, οι Ταρακί και Αμίν ήταν τυχεροί. Η συμμαχία του Καρμάλ στην πραγματικότητα έβλαψε τη θέση του Παρτσάμ στην πολιτική. Μερικοί κομμουνιστές στις ένοπλες δυνάμεις απογοητεύτηκαν από την κυβέρνηση του Νταούντ και στράφηκαν προς το Χαλκ λόγω της προφανούς ανεξαρτησίας του. Η συμμαχία του Παρτσάμ με την κυβέρνηση του Νταούντ οδήγησε έμμεσα στο πραξικόπημα του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος υπό την καθοδήγηση του Χαλκ το 1978, που γενικά αναφέρεται ως Εξέγερση του Σαούρ. Από το 1973 μέχρι το πραξικόπημα του 1978, ο Αμίν ήταν υπεύθυνος για την οργάνωση του κόμματος στις ένοπλες δυνάμεις του Αφγανιστάν.[18] Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, ο Αμίν «συναντούσε πατριώτες αξιωματικούς μέρα ή νύχτα, στην έρημο ή στα βουνά, στα χωράφια ή στα δάση, φωτίζοντάς τους με βάση τις αρχές της ιδεολογίας της εργατικής τάξης». Η επιτυχία του Αμίν στην εκπαίδευση των αξιωματικών έγκειται στο γεγονός ότι ο Νταούντ «πρόδωσε την αριστερά» σύντομα αφότου ανήλθε στην εξουσία.[19] Όταν ο Αμίν άρχισε να στρατολογεί αξιωματικούς για το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα, δεν ήταν δύσκολο γι' αυτόν να βρει δυσαρεστημένους στρατιωτικούς. Εν τω μεταξύ, οι σχέσεις μεταξύ του Παρτσάμ και του Χαλκ επιδεινώθηκαν. Το 1973 φημολογήθηκε ότι ο στρατηγός Ζιά Μοχαμαντζάι, επικεφαλής της Δημοκρατικής Φρουράς και μέλος του Παρτσάμ, σχεδίαζε να δολοφονήσει ολόκληρη την ηγεσία του Χαλκ. Το σχέδιο, αν είναι αληθές, απέτυχε επειδή τα μέλη του Χαλκ ενημερώθηκαν γι' αυτό.[20]
Η απόπειρα δολοφονίας αποδείχτηκε περαιτέρω επίθεση στις σχέσεις μεταξύ του Παρτσάμ και του Χαλκ. Τα μέλη του Παρτσάμ αρνούνται ότι σκόπευαν να δολοφονήσουν την ηγεσία του Χαλκ, αλλά η ιστορικός Μπέβερλι Μέιλ υποστηρίζει ότι οι επακόλουθες δραστηριότητες του Καρμάλ ενισχύουν την εκδοχή του Χαλκ για τα γεγονότα. Λόγω της απόπειρας δολοφονίας εκ μέρους του Παρτσάμ, ο Αμίν πίεσε το Χαλκ να καταλάβει την εξουσία το 1976 μετά την εκθρόνιση του Νταούντ.[20] Η πλειοψηφία της ηγεσίας του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος καταψήφισε μια τέτοια κίνηση.[21] Το επόμενο έτος, το 1977, τα μέλη του Παρτσάμ και του Χαλκ ήρθαν επισήμως σε συμφωνία και το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα ενοποιήθηκε. Οι δύο συνιστώσες, οι οποίες είχαν διαφορετικούς γενικούς γραμματείς, πολιτικά γραφεία, κεντρικές επιτροπές και άλλες οργανωτικές δομές, ενοποιήθηκαν επισήμως το καλοκαίρι του 1977.[22] Ένας λόγος ενοποίησης ήταν ότι το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, εκπροσωπούμενο από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ινδίας, το Ιρακινό Κομμουνιστικό Κόμμα και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Αυστραλίας, ζήτησαν την ενοποίηση των κομμάτων.[23]
Εξέγερση του Σαούρ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 18 Απριλίου 1978 σκοτώθηκε ο Μιρ Ακμπάρ Χαϊμπέρ, ο επικεφαλής ιδεολόγος της συνιστώσας Παρτσάμ. Θεωρούνταν κοινώς ότι δολοφονήθηκε από την κυβέρνηση του Νταούντ. Η δολοφονία του Χαϊμπέρ ξεκίνησε μια σειρά γεγονότων που οδήγησαν στην ανάληψη ισχύος από το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν έντεκα ημέρες αργότερα, στις 27 Απριλίου.[24] Ο δολοφόνος δε συνελήφθη ποτέ, αλλά η Αναχίτα Ρατεμπζάντ, μέλος του Παρτσάμ, θεωρούσε ότι ο Αμίν διέταξε τη δολοφονία.[20] Η κηδεία του Χαϊμπέρ εξελίχθηκε σε μια μεγάλη αντικυβερνητική διαδήλωση. Ο Νταούντ, ο οποίος δεν κατανόησε τη σημασία των γεγονότων, πραγματοποίησε μαζικές συλλήψεις μελών του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος του Αφγανιστάν επτά ημέρες μετά την κηδεία του Χαϊμπέρ. Ο Αμίν, ο οποίος διοργάνωσε τη μετέπειτα εξέγερση κατά του Νταούντ, ήταν ένα από τα τελευταία μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος που συνελήφθησαν από τις αρχές. Η καθυστερημένη σύλληψή του μπορεί να θεωρηθεί ως απόδειξη της έλλειψης πληροφοριών του καθεστώτος. Ο Αμίν ήταν ο κορυφαίος διοργανωτής εξεγέρσεων του κόμματος. Η έλλειψη ενημέρωσης της κυβέρνησης αποδεικνύεται από τη σύλληψη του Ταρακί – η σύλληψη του Ταρακί ήταν το προκαθορισμένο μήνυμα για την έναρξη της εξέγερσης.[24] Όταν ο Αμίν ενημερώθηκε για τη σύλληψη του Ταρακί, διέταξε την έναρξη της εξέγερσης στις 9 π.μ. της 27ης Απριλίου. Ο Αμίν, σε αντίθεση με τον Ταρακί, δε φυλακίστηκε, αλλά βρισκόταν σε κατ' οίκον περιορισμό. Ο γιος του, Αμπντούρ Ραχμάν, εξακολουθούσε να κυκλοφορεί ελεύθερος. Η εξέγερση ήταν επιτυχημένη, χάρη στη συντριπτική υποστήριξη του αφγανικού στρατού. Για παράδειγμα, υποστηρίχθηκε από τον υπουργό Άμυνας Γκουλάμ Χαϊντάρ Ρασουλί, τον Ασλάμ Βαταντζάρ διοικητή των χερσαίων δυνάμεων, και τον Αρχηγό του Επιτελείου της Πολεμικής Αεροπορίας του Αφγανιστάν, Αμπντούλ Καντίρ.[25]
Διακυβέρνηση του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος του Αφγανιστάν
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Διάσπαση Χαλκ–Παρτσάμ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την εξέγερση του Σαούρ, ο Ταρακί διορίστηκε Επικεφαλής του Προεδρείου του Επαναστατικού Συμβουλίου και Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου και διατήρησε τη θέση του ως Γενικού Γραμματέα του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος. Ο Ταρακί σχημάτισε αρχικά μια κυβέρνηση, η οποία αποτελούνταν τόσο από μέλη του Χαλκ όσο και του Παρτσάμ.[26] Ο Καρμάλ έγινε Αναπληρωτής Πρόεδρος του Επαναστατικού Συμβουλίου[27] ενώ ο Αμίν έγινε Υπουργός Εξωτερικών[26] και Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης[28] και ο Μοχαμάντ Ασλάμ Βαταντζάρ έγινε Αναπληρωτής Πρωθυπουργός. Τα δύο μέλη του Παρτσάμ Αμπντούλ Καντίρ και Μοχαμάντ Ραφί έγιναν Υπουργός Εθνικής Άμυνας και Υπουργός Δημοσίων Έργων αντίστοιχα.[29] Σύμφωνα με τον Έιντζελ Ρασαναγιαγκάμ, ο διορισμός των Αμίν, Καρμάλ και Βαταντζάρ ως αντιπροέδρων οδήγησε στη δημιουργία τριών υπουργικών συμβουλίων. Τα μέλη του Χαλκ ήταν υπόλογοι στον Αμίν, του Παρτσάμ ήταν υπόλογοι στον Καρμάλ και οι στρατιωτικοί αξιωματικοί (οι οποίοι ήταν μέλη του Παρτσάμ) ήταν υπόλογοι στον Βαταντζάρ.[30] Η πρώτη σύγκρουση μεταξύ των μελών του Χαλκ και Παρτσαμ έγινε όταν οι τα μέλη του Χαλκ ήθελαν να κάνουν μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος στρατιωτικούς που συμμετείχαν στην εξέγερση του Σαούρ. Ο Αμίν, ο οποίος είχε προηγουμένως αντιταχθεί στο διορισμό αξιωματικών στην ηγεσία του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος, άλλαξε άποψη. Υποστήριζε πλέον την άνοδο του στο κόμμα. Το Πολιτικό Γραφείο του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος ψήφισε υπέρ της προσχώρησης σε στρατιωτικούς. Οι νικητές (μέλη του Χαλκ) απεικόνισαν τα μέλη του Παρτσάμ ως οπορτουνιστές, υπονοώντας ότι αυτοί κυριαρχούσαν στο επαναστατικό κύμα, αλλά στην πραγματικότητα δεν συμμετείχαν στην επανάσταση. Ο όρος Παρτσάμ ήταν, σύμφωνα με τον Ταρακί, μια λέξη συνώνυμη με τον κομματισμό. Τα λόγια αυτά του Ταρακί δυσχέραναν τις σχέσεις μεταξύ των συνιστωσών.[31]
Στις 27 Ιουνίου 1978, τρεις μήνες μετά την εξέγερση, ο Αμίν κατάφερε να ξεφύγει από τα μέλη του Παρτσάμ σε συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής.[32] Στη συνεδρίαση αποφασίστηκε ότι τα μέλη του Χαλκ είχαν αποκλειστικά δικαιώματα να διατυπώνουν και να αποφασίζουν πολιτική, η οποία άφησε το Παρτσάμ αδύναμο. Ο Καρμάλ εξορίστηκε, αλλά μπόρεσε να δημιουργήσει ένα δίκτυο με τους υπόλοιπους από το Παρτσάμ στην κυβέρνηση. Ένα πραξικόπημα για ανατροπή του Αμίν σχεδιάστηκε για τον Σεπτέμβριο. Τα κορυφαία μέλη του στο Αφγανιστάν ήταν ο Καντίρ, υπουργός Άμυνας και ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Σαχπούρ Αχμεντζάι. Το πραξικόπημα σχεδιάστηκε για τις 4 Σεπτεμβρίου, στη γιορτή του Ιντ, επειδή οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί θα είχαν άδεια. Η συνωμοσία απέτυχε όταν ο πρέσβης του Αφγανιστάν στην Ινδία ανέφερε στην ηγεσία του Αφγανιστάν το σχέδιο. Ξεκίνησε μια εκκαθάριση και οι πρεσβευτές μέλη του Παρτσάμ ανακλήθηκαν. Λίγοι επέστρεψαν, για παράδειγμα ο Καρμάλ και ο Μοχαμάντ Νατζιμπουλάχ και έμειναν αμφότεροι στις χώρες τους.[33]
Διάσπαση Αμίν–Ταρακί
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο λαός του Αφγανιστάν εξεγέρθηκε ενάντια στην κυβέρνηση του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος όταν η κυβέρνηση εισήγαγε διάφορες σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων μεταρρυθμίσεων της γης. Στις αρχές του 1979, 25 από τις 28 επαρχίες του Αφγανιστάν δεν ήταν ασφαλείς λόγω ένοπλης αντίστασης κατά της κυβέρνησης. Στις 29 Μαρτίου 1979 ξεκίνησε η εξέγερση της Χεράτ. Η εξέγερση μετέτρεψε την επανάσταση σε ανοιχτό πόλεμο μεταξύ των Μουτζαχεντίν και της αφγανικής κυβέρνησης. Αυτήν την περίοδο ο Αμίν έγινε ο ανώτατος άρχοντας στην Καμπούλ.[34] Λίγο μετά τη σύνθλιψη της εξέγερσης της Χεράτ, το Επαναστατικό Συμβούλιο συνεδρίασε για να επικυρώσει το νέο πενταετές σχέδιο, τη συνθήκη αφγανικής-σοβιετικής φιλίας και να ψηφίσει για το αν θα ανασχηματίσει ή όχι το υπουργικό συμβούλιο και θα ενισχύσει τη δύναμη της εκτελεστικής εξουσίας (Πρόεδρος του Επαναστατικού Συμβουλίου). Ενώ η επίσημη εκδοχή των γεγονότων ανέφερε ότι όλα τα ζητήματα ψηφίστηκαν δημοκρατικά κατά τη συνάντηση, το Επαναστατικό Συμβούλιο πραγματοποίησε μια άλλη συνεδρίαση την επόμενη ημέρα για να κυρώσει το νέο πενταετές σχέδιο και να συζητήσει τον ανασχηματισμό του υπουργικού συμβουλίου.[35]
Ο Αλεξάντερ Πουζανόφ, ο Σοβιετικός πρέσβης στο Αφγανιστάν, κατάφερε να πείσει τον Ασλάμ Βαταντζάρ, τον Σαγιέντ Μοχαμάντ Γκουλαμπζόι και τον Σερτζάν Μαζντοργιάρ να γίνουν μέλη μιας συνωμοσίας εναντίον του Αμίν. Αυτοί οι τρεις άνδρες ασκούσαν πίεση στον Ταρακί, ο οποίος μέχρι εκείνη την εποχή πίστευε ότι «ήταν ο πραγματικά 'μεγάλος ηγέτης'», με σκοπό να απομακρύνει τον Αμίν από το αξίωμα. Είναι άγνωστο αν ο Αμίν γνώριζε κάτι για τη συνωμοσία εναντίον του, αλλά μετά τον ανασχηματισμό του υπουργικού συμβουλίου μίλησε για τη δυσαρέσκειά του. Στις 26 Μαρτίου, το Πολιτικό Γραφείο του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος και το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκριναν την επέκταση των εξουσιών της εκτελεστικής εξουσίας και την ίδρυση του Ανώτερου Συμβουλίου Άμυνας της Πατρίδας για την αντιμετώπιση ζητημάτων ασφαλείας.[35] Πολλοί αναλυτές της εποχής θεωρούσαν τον διορισμό του Αμίν ως πρωθυπουργού ως αύξηση των εξουσιών του εις βάρος του Ταρακί. Ωστόσο, ο ανασχηματισμός του υπουργικού συμβουλίου και η ενίσχυση της θέσης του Ταρακί ως προέδρου του Επαναστατικού Συμβουλίου, μείωσαν την εξουσία του Πρωθυπουργού. Ο Πρωθυπουργός, λόγω της ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας, διοριζόταν πλέον από τον Πρόεδρο του Επαναστατικού Συμβουλίου. Αν και ο Αμίν μπορούσε να διορίσει και να απομακρύνει υπουργούς, χρειαζόταν τη συναίνεση του Ταρακί για να το πράξει. Ένα άλλο πρόβλημα για τον Αμίν ήταν ότι ενώ το Υπουργικό Συμβούλιο συνολικά ήταν υπόλογο προς το Επαναστατικό Συμβούλιο και τον πρόεδρό του, οι μεμονωμένοι υπουργοί ήταν μόνο υπόλογοι προς τον Ταρακί. Όταν ο Αμίν έγινε Πρωθυπουργός, ήταν υπεύθυνος για θέματα σχεδιασμού, χρηματοδότησης και προϋπολογισμού, την τέλεση της εξωτερικής πολιτικής και την τάξη και την ασφάλεια. Οι αρμοδιότητες για την τάξη και την ασφάλεια είχαν μεταβιβαστεί στο Ανώτερο Συμβούλιο Άμυνας της Πατρίδας, στο οποίο προέδρευε ο Ταρακί.[36] Ενώ ο Αμίν ήταν αναπληρωτής πρόεδρος του Συμβουλίου Άμυνας, η πλειοψηφία των μελών του ήταν μέλη της αντίπαλης προς αυτόν συνιστώσας. Για παράδειγμα, στα μέλη του συμβουλίου συμπεριλαμβανόταν ο Βαταντζάρ, Υπουργό Εθνικής Άμυνας, ο Υπουργός Εσωτερικών Μαζντοργιάρ, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Πολιτικών Υποθέσεων των Ενόπλων Δυνάμεων Μοχαμάντ Ικμπάλ, ο Μοχαμάντ Γιακούμπ, Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, ο Διοικητής της Αφγανικής Πολεμικής Αεροπορίας Ναζάρ Μοχαμάντ και ο Ασαντουλάχ Σαρβαρί επικεφαλής της αφγανικής μυστικής αστυνομίας.[37]
Θεσμοθετήθηκε η σειρά προτεραιότητας, όπου ο Ταρακί ήταν υπεύθυνος για την άμυνα και ο Αμίν υπεύθυνος για την παροχή βοήθειας στον Ταρακί σε θέματα που άπτονται της άμυνας. Η θέση του Αμίν δέχθηκε ένα ακόμη πλήγμα από τον εκδημοκρατισμό της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, η οποία επέτρεψε στα μέλη της να συνεισφέρουν. Οι περισσότεροι ήταν αντίπαλοι του Αμίν. Ένα άλλο πρόβλημα για τον Αμίν ήταν ότι το γραφείο του αντιπροέδρου του Συμβουλίου Άμυνας δεν είχε συγκεκριμένες λειτουργίες ή εξουσίες και ο διορισμός νέου υπουργού άμυνας ο οποίος ήταν αντίπαλός του, εξασθένησε δραστικά τον έλεγχό του στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Ο ανασχηματισμός των υπουργών αποτέλεσε ένα περαιτέρω χτύπημα για τη θέση του Αμίν. Πλέον είχε χάσει τον έλεγχο του Υπουργείου Άμυνας, του Υπουργείου Εσωτερικών και της μυστικής αστυνομίας. Ο Αμίν είχε ακόμη συμμάχους στην κορυφή, πολλοί εκ των οποίων βρισκόταν σε στρατηγικής σημασίας θέσεις, όπως για παράδειγμα, ο Γιακούμπ που ήταν γαμπρός του και ο Αρχηγός Ασφαλείας στο Υπουργείο Εσωτερικών ήταν ο Σαγιέντ Νταούντ Ταρούν, ο οποίος αργότερα τον Απρίλιο διορίστηκε στο Συμβούλιο Άμυνας ως τακτικό μέλος. Ο Αμίν κατάφερε να διορίσει δύο ακόμη συμμάχους του σε σημαντικές θέσεις. Τον Μοχαμάντ Σεντίκ Αλεμγιάρ ως Υπουργό Σχεδιασμού και τον Καγιάλ Μοχαμάντ Καταβαζί ως Υπουργό Πληροφόρησης και Πολιτισμού. Ακόμη ο Φακίρ Μοχαμάντ Φακίρ διορίστηκε Αναπληρωτής Πρωθυπουργός τον Απρίλιο του 1978.[38] Η πολιτική θέση του Αμίν δεν ήταν ασφαλής όταν ο Αλεξέι Γεπίσεφ, Επικεφαλής της Κύριας Πολιτικής Διεύθυνσης του Σοβιετικού Στρατού και Ναυτικού, επισκέφθηκε την Καμπούλ.[39] Ο Γεπίσεφ συναντήθηκε προσωπικά με τον Ταρακί στις 7 Απριλίου, αλλά δεν συναντήθηκε ποτέ με τον Αμίν. Οι Σοβιετικοί ανησυχούσαν όλο και περισσότερο για τον έλεγχο του Αμίν στον αφγανικό στρατό.[40] Παρόλα αυτά, κατά την επίσκεψη του Γεπίσεφ, η θέση του Αμίν ενισχύθηκε μιας και ο Ταρούν διορίστηκε βοηθός του Ταρακί.[41]
Λίγο αργότερα, σε δύο συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, αποδείχθηκε η ενίσχυση των εκτελεστικών εξουσιών του Προέδρου του Επαναστατικού Συμβουλίου. Παρόλο που ο Αμίν ήταν πρωθυπουργός, ο Ταρακί προήδρευσε των συναντήσεων αντ' αυτού. Η παρουσία του Αμίν στις δύο αυτές συνεδριάσεις δεν αναφέρθηκε καθόλου και έγινε σαφές ότι ο Ταρακί, μέσω του γραφείου του ως Προέδρου του Επαναστατικού Συμβουλίου, προήδρευε επίσης στο Υπουργικό Συμβούλιο. Ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο Αμίν ήταν η πολιτική αυτοκρατίας του Ταρακί. Προσπάθησε να αποστερήσει από το Πολιτικό Γραφείο του ΛΔΚΑ τις εξουσίες του ως οργάνου λήψης κομματικών και κρατικών αποφάσεων. Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν ο Αμίν προειδοποίησε προσωπικά τον Ταρακί ότι «το κύρος και η δημοτικότητα των ηγετών μεταξύ των ανθρώπων δεν έχει κοινά στοιχεία με τη λατρεία της προσωπικότητας».[42]
Ο κομματισμός εντός του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος του Αφγανιστάν το έκανε ακατάλληλο για χειρισμό των εντατικών αντεπαναστατικών δραστηριότητες στη χώρα.[43] Ο Αμίν προσπάθησε να αποκτήσει υποστήριξη στην κομμουνιστική κυβέρνηση παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως αφοσιωμένο μουσουλμάνο.[44] Οι Ταρακί και Αμίν κατηγόρησαν διάφορες χώρες για τη βοήθεια προς όσους βρίσκονταν απέναντι στην επανάσταση. Ο Αμίν επιτέθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο και στο BBC και απέρριψε την αμερικανική και κινεζική εμπλοκή, ενώ ο Ταρακί κατηγόρησε τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, το Ιράν και το Πακιστάν για την υποστήριξη της εξέγερσης. Η κριτική του Αμίν για το Ηνωμένο Βασίλειο και το BBC τροφοδότησε τα παραδοσιακά αντιβρετανικά συναισθήματα που είχαν οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών του Αφγανιστάν. Σε αντίθεση με τον Ταρακί, «ο Αμίν έκλινε προς τα πίσω για να αποφύγει την εχθρική αναφορά», σε Κίνα, Ηνωμένες Πολιτείες ή άλλες ξένες κυβερνήσεις.[45] Η επιφυλακτική συμπεριφορά του Αμίν βρισκόταν σε έντονη αντίθεση με την επίσημη στάση της Σοβιετικής Ένωσης για την κατάσταση. Φαινόταν, σύμφωνα με τη Μπέβερλι Μέιλ, ότι η σοβιετική ηγεσία προσπάθησε να προκαλέσει μια αντιπαράθεση μεταξύ του Αφγανιστάν και των εχθρών του.[45] Ο Αμίν προσπάθησε επίσης να κατευνάσει τις κοινότητες σιιτών σε συνάντηση με τους ηγέτες τους. Παρά το γεγονός αυτό, ένα τμήμα της ηγεσίας των σιιτών ζήτησε τη συνέχιση της αντίστασης. Στη συνέχεια, ξέσπασε εξέγερση σε περιοχή κατοικούμενη από σιίτες στην Καμπούλ. Αυτό ήταν το πρώτο σημάδι των εξεγέρσεων στην Καμπούλ μετά την εξέγερση του Σαούρ.[46] Ένα επιπλέον πρόβλημα στην κυβέρνηση, ήταν η αμφισβήτηση της ικανότητας του Ταρακί να ηγηθεί της χώρας – ήταν αλκοολικός και η κατάσταση της υγείας του δεν ήταν η καλύτερη. Ο Αμίν από την άλλη πλευρά χαρακτηρίστηκε σε αυτή την περίοδο από παρουσιάσεις ισχυρής αυτοπειθαρχίας. Το καλοκαίρι του 1979 άρχισε να απομακρύνεται από τον Ταρακί.[47] Στις 27 Ιουνίου ο Αμίν έγινε μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΛΔΚΑ, του ανώτερου οργάνου λήψης αποφάσεων στο Αφγανιστάν.[48]
Άνοδος στην εξουσία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα μέσα του Ιουλίου οι Σοβιετικοί επισημοποίησαν την άποψή τους όταν η Πράβντα έγραψε ένα άρθρο σχετικά με την κατάσταση στο Αφγανιστάν. Οι Σοβιετικοί δεν ήθελαν να δουν τον Αμίν να γίνεται αρχηγός του Αφγανιστάν. Αυτό προκάλεσε μια πολιτική κρίση στο Αφγανιστάν, καθώς ο Αμίν ξεκίνησε μια πολιτική ακραίας καταστολής, η οποία έγινε ένας από τους κύριους λόγους για τη σοβιετική παρέμβαση αργότερα εκείνο το έτος.[49] Στις 28 Ιουλίου, μια ψηφοφορία στο Πολιτικό Γραφείο του ΛΔΚΑ ενέκρινε την πρόταση του Αμίν για τη δημιουργία συλλογικής ηγεσίας με συλλογική λήψη αποφάσεων.[50] Αυτό ήταν ένα πλήγμα για τον Ταρακί και πολλοί από τους υποστηρικτές του αντικαταστάθηκαν από μέλη του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος που ήταν προσκείμενους στον Αμίν.[51] Ο Ιβάν Παβλόφσκι, διοικητής των Σοβιετικών Χερσαίων Δυνάμεων, επισκέφθηκε την Καμπούλ στα μέσα Αυγούστου για να μελετήσει την κατάσταση στο Αφγανιστάν. Ο Αμίν, σε μια ομιλία μόλις λίγες μέρες μετά την άφιξη του Παβλόφσκι, δήλωσε ότι επιθυμούσε στενότερες σχέσεις μεταξύ του Αφγανιστάν και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Στην ίδια ομιλία υπαινίχθηκε ότι είχε επιφυλάξεις σχετικά με τη σοβιετική εμπλοκή στο Αφγανιστάν. Ο ίδιος παρομοίωσε τη σοβιετική βοήθεια στο Αφγανιστάν με τη βοήθεια του Βλαντίμιρ Λένιν στην Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία το 1919. Ο Ταρακί, εκπρόσωπος της διάσκεψης που διοργάνωσε το Κίνημα των Αδεσμεύτων στην Αβάνα, συναντήθηκε προσωπικά με τον σοβιετικό Υπουργό Εξωτερικών Αντρέι Γκρόμικο, για να συζητήσει την κατάσταση στο Αφγανιστάν στις 9 Σεπτεμβρίου. Ο Σαχ Βαλί, Υπουργός Εξωτερικών, ο οποίος ήταν προσκείμενος στον Αμίν, δεν συμμετείχε στη συνάντηση. Αυτό, σύμφωνα με τη Μπέβερλι Μέιλ, «σήμαινε πως προετοιμαζόταν κάποιου είδους πλεκτάνη εναντίον του Αμίν».[52]
Ο Τάρακι είχε εντολή να σταματήσει στη Μόσχα, όπου οι Σοβιετικοί ηγέτες του προέτρεψαν να απομακρύνει τον Αμίν από την εξουσία σύμφωνα με την απόφαση της KGB, επειδή ο Αμίν αποτελούσε κίνδυνο. Ο έμπιστος σύμβουλος του Αμίν, Νταούντ Ταρούν, ενημέρωσε τον Αμίν για τη συνάντηση και το σχέδιο της KGB. Στην Καμπούλ οι βοηθοί του Ταρακί, η Συμμορία των Τεσσάρων (αποτελούμενη από τους Βαταντζάρ, Μαζντοργιάρ, Γκουλαμπζόι και Σαρβαρί) σχεδίασαν μια πλεκτάνη για να δολοφονήσουν τον Αμίν, αλλά απέτυχαν, καθώς ο Αμίν είχε ενημερωθεί γι' αυτή. Μέσα σε λίγες ώρες από την επιστροφή του Ταρακί στην Καμπούλ στις 11 Σεπτεμβρίου, ο Ταρακί συγκάλεσε το υπουργικό συμβούλιο «φαινομενικά για να το ενημερώσει για τη Σύνοδο Κορυφής της Αβάνας». Αντί να αναφερθεί στη σύνοδο κορυφής, ο Ταρακί προσπάθησε να απομακρύνει τον Αμίν από τη θέση του πρωθυπουργού. Ο Αμίν, έχοντας επίγνωση του σχεδίου, απαίτησε από τα μέλη της Συμμορίας των Τεσσάρων να απομακρυνθούν από τις θέσεις τους, αλλά ο Ταρακί την πρότασή του.[53] [54] Ο Ταρακί προσπάθησε να εξουδετερώσει την εξουσία και την επιρροή του Αμίν ζητώντας του να υπηρετήσει στο εξωτερικό ως πρέσβης. Ο Αμίν απέρριψε την πρόταση, φωνάζοντας: «Εσύ είσαι αυτός που πρέπει να παραιτηθεί! Λόγω του ποτού και του γήρατος, έχεις χάσει τη λογική σου.»
Στις 13 Σεπτεμβρίου, ο Ταρακί κάλεσε τον Αμίν στο προεδρικό μέγαρο για μεσημεριανό γεύμα μαζί με τη Συμμορία των Τεσσάρων. Ο Αμίν απέρριψε την πρόταση δηλώνοντας ότι θα προτιμούσε την παραίτησή τους αντί να γευματίσει μαζί τους. Ο Σοβιετικός πρέσβης Πουζανόφ έπεισε τον Αμίν να επισκεφθεί το Προεδρικό Μέγαρο μαζί με τον Αρχηγό της Αστυνομίας Ταρούν και τον Ναβάμπ Αλί, αξιωματικό της υπηρεσίας πληροφοριών. Εντός του παλατιού στις 14 Σεπτεμβρίου, οι σωματοφύλακες άνοιξαν πυρ κατά των επισκεπτών. Ο Ταρούν σκοτώθηκε, αλλά ο Αμίν τραυματίστηκε και ξέφυγε. Ο Αμίν έφτασε στο κτίριο του Υπουργείου Άμυνας, έθεσε τον στρατό σε ανώτατο συναγερμό και διέταξε τη σύλληψη του Ταρακί. Στις 6:30 μ.μ., τεθωρακισμένα από το 4ο Σώμα Τεθωρακισμένων εισήλθαν στην πόλη και κατέλαβαν κυβερνητικά κτίρια. Λίγο αργότερα, ο Αμίν επέστρεψε στο παλάτι με ένα σώμα αξιωματικών του Στρατού και συνέλαβε τον Ταρακί. Η Συμμορία των Τεσσάρων, όμως, «εξαφανίστηκε» και κατέφυγε στη σοβιετική πρεσβεία.
Μετά τη σύλληψη του Ταρακί, οι Σοβιετικοί προσπάθησαν να τον διασώσουν (ή, σύμφωνα με άλλες πηγές, να απαγάγουν τον Αμίν) μέσω της πρεσβείας ή της Αεροπορικής Βάσης Μπαγκράμ, αλλά η δύναμη των αξιωματικών του Αμίν απώθησε την απόφασή τους να κάνουν κάποια κίνηση. Ο Αμίν έλαβε εντολή από τους Σοβιετικούς να μην τιμωρήσει τον Ταρακί και να απομακρύνει τον ίδιο και τους συμβούλους του από τις θέσεις τους, αλλά ο Αμίν τους αγνόησε. Ο Αμίν συζήτησε το περιστατικό με τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ και ζήτησε έμμεσα την άδεια να σκοτώσει τον Ταρακί. Ο Μπρέζνιεφ απάντησε ότι ήταν προσωπική επιλογή του. Ο Αμίν, ο οποίος τώρα πίστευε ότι είχε την πλήρη υποστήριξη των Σοβιετικών, διέταξε τον θάνατο του Ταρακί. Πιστεύεται ότι ο Ταρακί πνίγηκε με μαξιλάρια στις 8 Οκτωβρίου 1979. Τα αφγανικά μέσα μαζικής ενημέρωσης ανάφεραν ότι ο ασθενής Ταρακί είχε πεθάνει, παραλείποντας οποιαδήποτε αναφορά στη δολοφονία του.[55] Η δολοφονία του Ταρακί αιφνιδίασε και αναστάτωσε τον Μπρέζνιεφ.[56]
Προεδρία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εσωτερικές πολιτικές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την πτώση του Ταρακί από την εξουσία, ο Αμίν εξελέγη Επικεφαλής του Προεδρείου του Επαναστατικού Συμβουλίου και Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος του Αφγανιστάν από το Πολιτικό Γραφείο του κόμματος. Η εκλογή του Αμίν ως Γενικού Γραμματέα του ΛΔΚΑ και η απομάκρυνση του Ταρακί από όλες τις θέσεις του κόμματος ήταν ομόφωνη.[57] Τα μόνα μέλη του υπουργικού συμβουλίου που αντικαταστάθηκαν όταν ο Αμίν ανέλαβε την εξουσία ήταν η Συμμορία των Τεσσάρων – η Μπέβερλι Μέιλ θεώρησε το γεγονός ως «σαφή ένδειξη ότι είχε την υποστήριξη των υπουργών».[53] Η άνοδος του Αμίν στην εξουσία ακολουθήθηκε από μια πολιτική μετριοπάθειας η οποία επιχειρούσε να πείσει τον αφγανικό λαό ότι το καθεστώς δεν ήταν αντι-ισλαμικό. Η κυβέρνηση του Αμίν άρχισε να επενδύει στην ανασυγκρότηση ή την αποκατάσταση των τζαμιών. Υποσχέθηκε επίσης στον λαό του Αφγανιστάν τη θεσμοθέτηση θρησκευτικής ελευθερίας. Οι θρησκευτικές ομάδες έλαβαν αντίγραφα του Κορανίου και ο Αμίν άρχισε να αναφέρεται στον Αλλάχ σε ομιλίες του. Ισχυρίστηκε ακόμη ότι η Εξέγερση του Σαούρ «βασίστηκε πλήρως στις αρχές του Ισλάμ». Η εκστρατεία αποδείχθηκε ανεπιτυχής και πολλοί Αφγανοί θεώρησαν τον Αμίν υπεύθυνο για την ολοκληρωτική συμπεριφορά του καθεστώτος.[58] Η άνοδος του Αμίν στην εξουσία εγκρίθηκε επισήμως από το Τζουμιατούλ Ουλαμά στις 20 Σεπτεμβρίου 1979. Η επικύρωσή του οδήγησε στην επίσημη ανακοίνωση ότι ο Αμίν ήταν ένας ευσεβής μουσουλμάνος – ο Αμίν κατάφερε ένα πλήγμα ενάντια στην αντεπαναστατική προπαγάνδα που υποστήριζε πως το κομμουνιστικό καθεστώς ήταν αθεϊστικό. Ο Αμίν προσπάθησε επίσης να αυξήσει τη δημοτικότητά του με τις φυλετικές ομάδες, κάτι που ο Ταρακί δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να επιτύχει. Σε μια ομιλία προς τους φυλάρχους, ο Αμίν υπερασπίστηκε τον δυτικό τρόπο ένδυσης. Δημοσιεύθηκε μια επίσημη βιογραφία που απεικόνιζε τον Αμίν στην παραδοσιακή ενδυμασία των Παστούν. Κατά τη διάρκεια της σύντομης παραμονής του στην εξουσία, ο Αμίν δεσμεύθηκε να δημιουργήσει μια συλλογική ηγεσία. Όταν ο Ταρακί απομακρύνθηκε, ο Αμίν υποσχέθηκε ότι «από τώρα και στο εξής δεν θα υπάρχει κυβέρνηση ενός ατόμου…»[59]
Προσπαθώντας να ειρηνεύσει τον πληθυσμό, ο Αμίν δημοσίευσε έναν κατάλογο 18.000 εκτελεσθέντων και κατηγόρησε τον Ταρακί για τις εκτελέσεις. Ο συνολικός αριθμός των συλληφθέντων κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης των Ταρακί και Αμίν κυμαινόταν μεταξύ 17.000 και 45.000.[60] Ο Αμίν δεν ήταν αρεστός στον λαό του Αφγανιστάν. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, η αντιπολίτευση στο κομμουνιστικό καθεστώς αυξήθηκε και η κυβέρνηση έχασε τον έλεγχο των επαρχιών. Η κατάσταση του αφγανικού στρατού επιδεινώθηκε. Λόγω λιποταξιών ο αριθμός των στρατιωτικών μειώθηκε από 100.000 αμέσως μετά τη Εξέγερση του Σαούρ σε περίπου 50.000 με 70.000. Ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο Αμίν ήταν η διείσδυση της KGB στο Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα, τη στρατιωτική και την κυβερνητική γραφειοκρατία.[61] Ενώ η θέση του Αμίν στο Αφγανιστάν γινόταν όλο και πιο ασταθής μέρα με τη μέρα, οι αντίπαλοί του που εξορίστηκαν στη Σοβιετική Ένωση και στο Ανατολικό Μπλοκ εξεγείρονταν για την απομάκρυνσή του. Ο Μπαμπράκ Καρμάλ, ηγέτης του Παρτσάμ, συνάντησε αρκετές κορυφαίες μορφές του Ανατολικού Μπλοκ κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και ο Μοχαμάντ Ασλάμ Βαταντζάρ, ο Σαγιέντ Μοχαμάντ Γκουλαμπζόι και ο Ασαντουλάχ Σαρβαρί ήθελαν να εκδικηθούν τον Αμίν.[62]
Εξωτερική πολιτική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όταν ο Αμίν ανέλαβε τη διακυβέρνηση, προσπάθησε να μειώσει την εξάρτηση του Αφγανιστάν από τη Σοβιετική Ένωση. Για να το επιτύχει αυτό, στόχος του ήταν να εξισορροπήσει τις σχέσεις του Αφγανιστάν με τη Σοβιετική Ένωση ενισχύοντας τις σχέσεις με το Πακιστάν και το Ιράν. Οι Σοβιετικοί ανησύχησαν όταν έλαβαν αναφορές ότι ο Αμίν είχε συναντηθεί προσωπικά με τον Γκουλμπουντίν Χεκματιάρ, έναν από τους κορυφαίους αντι-κομμουνιστές στο Αφγανιστάν. Η γενική αναξιοπιστία του και η αντιδημοτικότητά του στους Αφγανούς δυσκόλεψαν το έργο του Αμίν να βρει νέους «ξένους προστάτες».[63] Η εμπλοκή του Αμίν στον θάνατο του Άντολφ Νταμπς, του Αμερικανού πρέσβη στο Αφγανιστάν, δυσχέρανε τις σχέσεις του με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Προσπάθησε να βελτιώσει τις σχέσεις, αποκαθιστώντας τις επαφές, συναντήθηκε με τρεις διαφορετικούς Αμερικανούς επιτετραμμένους και έδωσε συνέντευξη σε έναν Αμερικανό ανταποκριτή. Αλλά αυτό δεν βελτίωσε τη θέση του Αφγανιστάν στα μάτια της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών. Μετά την τρίτη συνάντηση με τον Αμίν, ο Αμερικανός πρέσβης στο Αφγανιστάν από το 1979 έως το 1980 Τζ. Μπρους Άμστουτζ, πίστευε ότι το πιο ορθό είναι να «διατηρήσετε χαμηλό προφίλ, προσπαθώντας να αποφύγετε ζητήματα ώστε να περιμένουμε να δούμε τι συμβαίνει».[61] Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1979, το Υπουργείο Εξωτερικών πρότεινε κοινή συνάντηση κορυφής μεταξύ του Αμίν και του Μουχάμαντ Ζία-Ουλ-Χακ, Προέδρου του Πακιστάν. Η κυβέρνηση του Πακιστάν, αποδεχόμενη μια τροποποιημένη μορφή της προσφοράς, συμφώνησε να στείλει στην Καμπούλ για συνομιλίες τον Αγκά Σαχί, Υπουργό Εξωτερικών του Πακιστάν. Εν τω μεταξύ, η μυστική αστυνομία του Πακιστάν, συνέχισε να εκπαιδεύει τους μαχητές των Μουτζαχεντίν που διαφωνούσαν με το κομμουνιστικό καθεστώς.[61]
Σχέσεις Αφγανιστάν-Σοβιετικής Ένωσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σε αντίθεση με τη λαϊκή πεποίθηση, η σοβιετική ηγεσία με επικεφαλής τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ, τον Αλεξέι Κόσυγκιν και το Πολιτικό Γραφείο, δεν ήταν πρόθυμη να στείλει στρατεύματα στο Αφγανιστάν. Οι αποφάσεις του Σοβιετικού Πολιτικού Γραφείου καθοδηγούνταν από ειδική επιτροπή για το Αφγανιστάν, η οποία απαρτιζόταν από τον πρόεδρο της KGB Γιούρι Αντρόπωφ, τον Υπουργό Εξωτερικών Αντρέι Γκρόμικο, τον Υπουργό Άμυνας Ντμίτρι Ουστίνοφ και τον Μπόρις Πονομάρεφ, επικεφαλής του Διεθνούς Τμήματος της Κεντρικής Επιτροπής.[64] Το Πολιτικό Γραφείο ήταν αντίθετο στην απομάκρυνση του Ταρακί και στην επακόλουθη δολοφονία του. Σύμφωνα με τον Μπρέζνιεφ, ο Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, «σε γεγονότα που εξελίχθηκαν τόσο γρήγορα στο Αφγανιστάν υπήρχαν ουσιαστικά λίγες ευκαιρίες εμπλοκής με κάποιο τρόπο. Η αποστολή μας τώρα είναι να καθορίσουμε τις περαιτέρω ενέργειές μας, προκειμένου να διατηρηθεί η θέση μας στο Αφγανιστάν και να διασφαλίσουμε την επιρροή μας εκεί».[65] Παρότι οι σχέσεις μεταξύ Αφγανιστάν και Σοβιετικής Ένωσης επιδεινώθηκαν κατά τη διάρκεια της βραχύβιας διακυβέρνησης του Αμίν, αυτός προσκλήθηκε σε επίσημη επίσκεψη στη Μόσχα από τον Αλεξάντερ Πουζανόφ, τον σοβιετικό πρέσβη στο Αφγανιστάν, λόγω της ικανοποίησης της σοβιετικής ηγεσίας από την πολιτική του κόμματος και της κρατικής οικοδόμησης. Δεν πήγαν όλα όπως είχαν προγραμματιστεί και ο Αντρόπωφ μίλησε για «ανεπιθύμητη σειρά γεγονότων» που λαμβάνει χώρα στο Αφγανιστάν υπό τη διακυβέρνηση του Αμίν.[65] Ο Αντρόπωφ ανέδειξε επίσης τη συνεχιζόμενη πολιτική αλλαγή στο Αφγανιστάν υπό τον Αμίν. Οι Σοβιετικοί φοβήθηκαν ότι ο Αμίν θα μετατόπιζε την εξωτερική πολιτική του Αφγανιστάν από μια φιλοσοβιετική θέση σε μια προσκείμενη στις ΗΠΑ.[66] Μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου 1979, η σοβιετική ηγεσία είχε δημιουργήσει μια συμμαχία με τους Μπαμπράκ Καρμάλ και Ασαντουλάχ Σαρβαρί.[67]
Ο Αμίν είχε στο γραφείο του ένα πορτραίτο του Ιωσήφ Στάλιν. Όταν οι σοβιετικοί αξιωματούχοι τον επέκριναν για την κτηνωδία του, ο Αμίν απάντησε: «Ο σύντροφος Στάλιν μας έδειξε πώς να οικοδομήσουμε τον σοσιαλισμό σε μια οπισθοδρομούσα χώρα».[68]
Όπως αποδείχθηκε, η σχέση μεταξύ Πουζανόφ και Αμίν διασπάστηκε. Ο Αμίν ξεκίνησε μια εκστρατεία για να δυσφημίσει τον Πουζανόφ. Αυτός με τη σειρά του σχεδίασε μια απόπειρα δολοφονίας του Αμίν, στην οποία συμμετείχε ο Πουζανόφ. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από την KGB η οποία κατηγορούσε τον Αμίν ότι παραποίησε τη σοβιετική θέση στο Αφγανιστάν στην Κεντρική Επιτροπή του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος και στο Επαναστατικό Συμβούλιο. Η KGB σημείωσε επίσης την αύξηση της αντισοβιετικής ανησυχίας από την κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Αμίν ενώ η παρενόχληση κατά των Σοβιετικών αυξήθηκε υπό τον Αμίν.[69] Μία ομάδα ανώτερων πολιτικών ανέφερε στη Σοβιετική Κεντρική Επιτροπή ότι ήταν απαραίτητο να κάνει «όλα τα δυνατά» για να αποτρέψει μια αλλαγή στον πολιτικό προσανατολισμό του Αφγανιστάν. Ωστόσο, η σοβιετική ηγεσία δεν υποστήριξε την παρέμβαση αυτήν την στιγμή και, αντιθέτως, ζήτησε την αύξηση της επιρροής της στην ηγεσία του Αμίν για να παρουσιάσει τις «αληθινές προθέσεις» του.[70] Μια αποτίμηση του Σοβιετικού Πολιτικού Γραφείου ανέφερε τον Αμίν ως «ηγέτη με δύναμη στην εξουσία, ο οποίος διακρίνεται από βιαιότητα και προδοσία».[71] Μεταξύ των πολυάριθμων μειονεκτημάτων του που καταγράφηκαν ήταν η «ανειλικρίνεια και η διπροσωπία» του όταν αναφερόταν στη Σοβιετική Ένωση, δημιουργώντας φανταστικές κατηγορίες εναντίον μελών του ΛΔΚΑ, οι οποίες αντιτάχθηκαν σε μια πολιτική νεποτισμού, καθώς και η τάση του να διεξάγει μια πιο «ισορροπημένη πολιτική «προς τις χώρες του Πρώτου Κόσμου.[72] Σύμφωνα με τον πρώην ανώτερο σοβιετικό διπλωμάτη, Όλεγκ Γκρινέφσκι, η KGB πείθονταν όλο και περισσότερο ότι ο Αμίν δεν μπορούσε να συνυπολογιστεί για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της εξέγερσης και τη διατήρηση του μαρξιστικού κράτους του Αφγανιστάν.[73]
Μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου, η Ειδική Επιτροπή για το Αφγανιστάν, η οποία απαρτιζόταν από τους Αντρόπωφ, Γκρόμικο, Ουστίνοφ και Πονομάρεφ, θέλησε να δώσει ένα τέλος στην εντύπωση ότι η σοβιετική κυβέρνηση υποστήριζε την ηγεσία και την πολιτική του Αμίν. Η Πρώτη Διευθύνουσα Αρχή της KGB δέχθηκε εντολές πως κάτι έπρεπε να γίνει για το Αφγανιστάν και αρκετό προσωπικό της συνεργάστηκε για να αντιμετωπίσει το έργο.[74] Ο Αντρόπωφ ήταν υπέρμαχος μιας σοβιετικής παρέμβασης, λέγοντας στον Μπρέζνιεφ ότι οι πολιτικές του Αμίν κατέστρεψαν τον στρατό και τις ικανότητες της κυβέρνησης να χειριστεί την κρίση με τη χρήση μαζικής καταστολής. Το σχέδιο, σύμφωνα με τον Αντρόπωφ, ήταν να συγκεντρώσει μια μικρή δύναμη για να παρέμβει και να απομακρύνει τον Αμίν από την εξουσία και να τον αντικαταστήσει με τον Καρμάλ.[75] Η Σοβιετική Ένωση δήλωσε την πρόθεσή της να παρέμβει στο Αφγανιστάν στις 12 Δεκεμβρίου 1979 και η σοβιετική ηγεσία ξεκίνησε την επιχείρηση Καταιγίδα-333 (την πρώτη φάση της παρέμβασης) στις 27 Δεκεμβρίου 1979.[76]
Θάνατος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Αμίν εμπιστευόταν τη Σοβιετική Ένωση μέχρι τέλους, παρά την επιδείνωση των επίσημων σχέσεων και αγνοούσε ότι το πνεύμα στη Μόσχα είχε στραφεί εναντίον του από τότε που διέταξε τον θάνατο του Ταρακί. Όταν η αφγανική υπηρεσία πληροφοριών παρέδωσε στον Αμίν μια αναφορά ότι η Σοβιετική Ένωση θα εισέβαλε στη χώρα και θα τον απομάκρυνε από την εξουσία, ο Αμίν ισχυρίστηκε ότι η αναφορά ήταν προϊόν του ιμπεριαλισμού. Η άποψή του μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι η Σοβιετική Ένωση, μετά από μερικούς μήνες, τελικά ενέδωσε στα αιτήματα του Αμίν και έστειλε στρατεύματα στο Αφγανιστάν για να εξασφαλίσει την κυβέρνηση του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος του Αφγανιστάν.[77] Σε αντίθεση με την κοινή δυτική πεποίθηση, ο Αμίν ενημερώθηκε για την απόφαση της Σοβιετικής Ένωσης να στείλει στρατεύματα στο Αφγανιστάν.[78] Ο στρατηγός Τουχαρίνοφ, διοικητής της 40ης Στρατιάς, συναντήθηκε με τον Αφγανό στρατηγό Μπαμπαντζάν για να συζητήσει για τις κινήσεις των σοβιετικών στρατευμάτων πριν από την επέμβαση του σοβιετικού στρατού.[79] Στις 25 Δεκεμβρίου, ο Ντμίτρι Ουστίνοφ εξέδωσε επίσημη διαταγή, δηλώνοντας ότι «τα σύνορα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν πρέπει να διασχισθούν χερσαία και από αέρος με δυνάμεις της 40ης Στρατιάς και της Πολεμικής Αεροπορίας στις 15:00 της 25ης Δεκεμβρίου». Αυτή ήταν η επίσημη αρχή της σοβιετικής παρέμβασης στο Αφγανιστάν.[80]
Ανησυχώντας για την ασφάλειά του, στις 20 Δεκεμβρίου, ο Αμίν μετακόμισε από το Προεδρικό Μέγαρο, που βρίσκεται στο κέντρο της Καμπούλ, στο Παλάτι Τατζμπέγκ, το οποίο προηγουμένως ήταν το αρχηγείο του κεντρικού στρατιωτικού σώματος του αφγανικού στρατού. Το παλάτι ήταν μεγαλειώδες, με τοίχους αρκετά ισχυρούς ώστε να αντέχουν πυρά πυροβολικού. Σύμφωνα με τον Ρόντρικ Μπρεϊθγουέιτ, «το αμυντικό σύστημά του είχε οργανωθεί προσεκτικά και έξυπνα».[81] Όλοι οι δρόμοι προς το παλάτι είχαν σκαφθεί, με εξαίρεση έναν, ο οποίος είχε βαριά πολυβόλα και πυροβολικό τοποθετημένα προς υπεράσπισή του. Για να κάνουν τα πράγματα χειρότερα για τους Σοβιετικούς, οι Αφγανοί δημιούργησαν μια δεύτερη γραμμή άμυνας που αποτελούνταν από επτά θέσεις, «με κάθε μία να διαθέτει τέσσερις φρουρούς οπλισμένους με ένα πολυβόλο, έναν όλμο και αυτόματα τυφέκια».[81] Την εξωτερική άμυνα του παλατιού ανέλαβε η Προεδρική Φρουρά, η οποία απαρτιζόταν από 2.500 στρατιώτες και τρία τεθωρακισμένα T-54.[81] Αρκετοί σοβιετικοί διοικητές που συμμετείχαν στη δολοφονία του Αμίν σκέφτηκαν ότι το σχέδιο επίθεσης στο παλάτι ήταν «τρελό».[82] Παρά το γεγονός ότι ο στρατός είχε ενημερωθεί από την σοβιετική ηγεσία μέσω των διοικητών του, Γιούρι Ντρόζντοφ και Βασίλι Κολέσνικ, ότι ο πρόεδρος ήταν «πράκτορας της CIA»[83] ο οποίος είχε προδώσει την Εξέγερση του Σαούρ, πολλοί σοβιετικοί στρατιώτες δίστασαν. Παρά τα όσα ανέφεραν οι διοικητές τους, φαινόταν απίθανο ότι ο Αμίν, αρχηγός της κυβέρνησης του ΛΔΚΑ, ήταν Αμερικανός διπλός πράκτορας. Παρά τις πολλές αντιρρήσεις, το σχέδιο δολοφονίας τον Αμίν προχώρησε.[82]
Πριν επιχειρήσουν να σκοτώσουν τον Αμίν με τη χρήση άκρας βίας, οι Σοβιετικοί είχαν προσπαθήσει να τον δηλητηριάσουν ήδη από τις 13 Δεκεμβρίου (αλλά παραλίγο να σκοτώσουν τον ανιψιό του) και να τον σκοτώσουν με σκοπευτή κατά τη διάρκεια της εργασίας του (αυτό αποδείχθηκε αδύνατο καθώς οι Αφγανοί είχαν βελτιώσει τα μέτρα ασφαλείας τους).[82] Προσπάθησαν ακόμη και να δηλητηριάσουν τον Αμίν λίγες μόνο ώρες πριν την επίθεση στο Προεδρικό Μέγαρο στις 27 Δεκεμβρίου. Ο Αμίν διοργάνωσε γεύμα για τα μέλη του κόμματος για να δείξει στους καλεσμένους του το ανάκτορό του και για να γιορτάσει την επιστροφή του Γκουλάμ Ντασταγκίρ Παντζσερί από τη Μόσχα. Η επιστροφή του Παντζσερί βελτίωσε ακόμα περισσότερο τη διάθεση. Καυχήθηκε πως τα σοβιετικά στρατιωτικά σώματα είχαν ήδη διασχίσει τα σύνορα και ότι ο ίδιος και ο Γκρόμικο κρατούσαν συνεχή επαφή. Κατά τη διάρκεια του γεύματος, ο Αμίν και αρκετοί από τους φιλοξενούμενους άρχισαν να χάνουν τις αισθήσεις τους καθώς είχαν δηλητηριαστεί. Ευτυχώς για τον Αμίν, αλλά δυστυχώς για τους Σοβιετικούς, κατάφερε να επιβιώσει, επειδή το ανθρακικό της Coca-Cola που έπινε διέλυσε την τοξική ουσία.[84] Ο Μιχαήλ Ταλύμπωφ, πράκτορας της KGB, ανέλαβε την ευθύνη για τις δηλητηριάσεις.[85]
Η επίθεση στο ανάκτορο άρχισε λίγο αργότερα.[86] Κατά τη διάρκεια της επίθεσης, ο Αμίν συνέχισε να πιστεύει ότι η Σοβιετική Ένωση βρισκόταν στο πλευρό του και δήλωσε στον υπασπιστή του: «Οι Σοβιετικοί θα μας βοηθήσουν».[87] Ο υπασπιστής απάντησε ότι ήταν οι Σοβιετικοί που τους επιτέθηκαν. Ο Αμίν απάντησε αρχικά ότι αυτό ήταν ψευδές. Μόνο αφού προσπάθησε, αλλά απέτυχε να έρθει σε επαφή με τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, μουρμούρισε, «Το υπέθεσα. Όλα είναι αληθινά».[88] Υπάρχουν διάφορες αναφορές για το πώς πέθανε ο Αμίν, αλλά οι ακριβείς λεπτομέρειες δεν έχουν επιβεβαιωθεί έκτοτε. Ο Αμίν είτε σκοτώθηκε από μια προμελετημένη επίθεση είτε σκοτώθηκε από «τυχαία πυρά».[88] Ο γιος του Αμίν τραυματίστηκε θανάσιμα και πέθανε λίγο αργότερα.[88] Η κόρη του τραυματίστηκε, αλλά επέζησε.[89] Ο Γκουλαμπζόι ήταν αυτός που είχε λάβει εντολή να σκοτώσει τους Αμίν και Βαταντζάρ και αργότερα επιβεβαίωσε τον θάνατό του.[88] Οι άνδρες της οικογένειας του Αμίν εκτελέστηκαν, ενώ οι γυναίκες, συμπεριλαμβανομένης της κόρης του, φυλακίστηκαν στη φυλακή Πουλ-ε-Τσαρκί μέχρι να απελευθερωθούν από τον πρόεδρο Νατζιμπουλάχ στις αρχές του 1992.[90] Μετά τον θάνατο του Αμίν στις 27 Δεκεμβρίου 1979, το Ράδιο Καμπούλ μετέδωσε την ηχογραφημένη ομιλία του Μπαμπράκ Καρμάλ στον αφγανικό λαό, η οποία ανέφερε: «Σήμερα η μηχανή βασανιστηρίων του Αμίν συνετρίβη». Ο Καρμάλ ορίστηκε από τους Σοβιετικούς ως νέος πρόεδρος,[91] ενώ ο Σοβιετικός Στρατός άρχισε την επέμβασή του στο Αφγανιστάν, η οποία διήρκεσε εννέα χρόνια.
Μετά τον θάνατο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 2 Ιανουαρίου 1980, κατά τη διάρκεια της 15ης επετείου ίδρυσης του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος του Αφγανιστάν, ο Καρμάλ, ο οποίος ήταν πλέον ο νέος Γενικός Γραμματέας, αποκάλεσε τον Αμίν «συνωμότη, επαγγελματία εγκληματία και αναγνωρισμένο κατάσκοπο των ΗΠΑ», σύμφωνα με αναφορά της εφημερίδας Kabul New Times. Η Αναχίτα Ρατεμπζάντ, υπουργός Παιδείας, δήλωσε σχετικά με τον Αμίν:
- …αυτός ο οργισμένος, σκληρός και ποινικός δολοφόνος που είχε τρομοκρατήσει, καταστείλει και συντρίψει κάθε αντιπολιτευόμενη δύναμη και διαμοίρασε τον τρόπο εξουσίας, ξεκινούσε καθημερινά νέες πράξεις καταστροφής, βάζοντας τους αντιπάλους του αιματηρού καθεστώτος του, σε ομάδες βασανιστηρίων, φυλακών και σφαγείων.[92]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Hafizullah-Amin. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 (Αγγλικά) Find A Grave. 154480008. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ «Communism in Afghanistan». www.afghanland.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιανουαρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2018.
- ↑ «Library of Congress / Federal Research Division / Country Studies / Area Handbook Series / Afghanistan». www.country-data.com. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2019.
- ↑ Conflict in Afghanistan: A Historical Encyclopedia, του Frank Clements
- ↑ 6,0 6,1 Arnold 1983, σελ. 80.
- ↑ Jessup 1983, σελ. 20.
- ↑ 8,0 8,1 Misdaq 2006, σελ. 110.
- ↑ Arnold 1983, σελίδες 80–81.
- ↑ 10,0 10,1 10,2 10,3 Arnold 1983, σελ. 81.
- ↑ Saikal, Farhadi & Nourzhanov 2006, σελ. 163.
- ↑ Male 1982, σελ. 48.
- ↑ Male 1982, σελ. 49.
- ↑ Male 1982, σελ. 53.
- ↑ Male 1982, σελίδες 53–54.
- ↑ Male 1982, σελ. 54.
- ↑ Male 1982, σελ. 55.
- ↑ Male 1982, σελ. 56.
- ↑ Male 1982, σελ. 57.
- ↑ 20,0 20,1 20,2 Male 1982, σελ. 58.
- ↑ Male 1982, σελίδες 58–59.
- ↑ Arnold 1983, σελ. 52.
- ↑ Arnold 1983, σελ. 53.
- ↑ 24,0 24,1 Male 1982, σελ. 62.
- ↑ Male 1982, σελ. 63.
- ↑ 26,0 26,1 Gladstone 2001, σελ. 117.
- ↑ Brecher & Wilkenfeld 1997, σελ. 356.
- ↑ Asthana & Nirmal 2009, σελ. 219.
- ↑ Rasanayagam 2005, σελ. 70.
- ↑ Rasanayagam 2005, σελίδες 70–71.
- ↑ Rasanayagam 2005, σελ. 71.
- ↑ Rasanayagam 2005, σελίδες 72–73.
- ↑ Rasanayagam 2005, σελ. 73.
- ↑ Isby 1986, σελ. 6.
- ↑ 35,0 35,1 Male 1982, σελίδες 163–164.
- ↑ Male 1982, σελ. 164.
- ↑ Male 1982, σελίδες 164–165.
- ↑ Male 1982, σελ. 165.
- ↑ Male 1982, σελίδες 165–166.
- ↑ Male 1982, σελ. 166.
- ↑ Male 1982, σελίδες 166–167.
- ↑ Male 1982, σελ. 167.
- ↑ Male 1982, σελ. 171.
- ↑ Male 1982, σελ. 177.
- ↑ 45,0 45,1 Male 1982, σελ. 178.
- ↑ Male 1982, σελ. 179.
- ↑ Male 1982, σελ. 180.
- ↑ Rasanayagam 2005, σελίδες 71–73.
- ↑ Brecher & Wilkenfeld 1997, σελ. 357.
- ↑ H. Kakar & M. Kakar 1997, σελ. 36.
- ↑ Wahab & Youngerman 2007, σελ. 150.
- ↑ Male 1982, σελ. 184.
- ↑ 53,0 53,1 Male 1982, σελ. 185.
- ↑ Afghanistan: A Modern History, του Angelo Rasanayagam
- ↑ Misdaq 2006, σελ. 125.
- ↑ Humanitarian Invasion: Global Development in Cold War Afghanistan, του Timothy Nunan
- ↑ Tripathi & Falk 2010, σελ. 48.
- ↑ Gladstone 2001, σελ. 118.
- ↑ Male 1982, σελ. 192.
- ↑ Amtstutz 1994, σελ. 273.
- ↑ 61,0 61,1 61,2 Tomsen 2011, σελ. 160.
- ↑ Tomsen 2011, σελίδες 160–161.
- ↑ Tomsen 2011, σελ. 159.
- ↑ Rasanayagam 2005, σελ. 87.
- ↑ 65,0 65,1 Rasanayagam 2005, σελ. 89.
- ↑ Rasanayagam 2005, σελίδες 89–90.
- ↑ Rasanayagam 2005, σελ. 90.
- ↑ «Afghanistan Fiasco - HistoryNet». www.historynet.com.
- ↑ Tripathi & Falk 2010, σελ. 50.
- ↑ Tripathi & Falk 2010, σελίδες 50–51.
- ↑ Tomsen 2011, σελ. 162.
- ↑ Tomsen 2011, σελίδες 162–163.
- ↑ «The Soviet Occupation of Afghanistan». PBS NewsHour (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 27 Μαρτίου 2018.
- ↑ Tripathi & Falk 2010, σελ. 54.
- ↑ Tripathi & Falk 2010, σελ. 55.
- ↑ Camp 2012, σελίδες 12–13.
- ↑ Garthoff 1994, σελ. 1009.
- ↑ Garthoff 1994, σελ. 1017.
- ↑ Braithwaite 2011, σελ. 87.
- ↑ Braithwaite 2011, σελ. 86.
- ↑ 81,0 81,1 81,2 Braithwaite 2011, σελ. 89.
- ↑ 82,0 82,1 82,2 Braithwaite & 2011, σελ. 94.
- ↑ Garthoff 1994.
- ↑ Baker, Peter (29 Ιανουαρίου 2019). «Why Did Soviets Invade Afghanistan? Documents Offer History Lesson for Trump» (στα αγγλικά). The New York Times. ISSN 0362-4331. https://www.nytimes.com/2019/01/29/us/politics/afghanistan-trump-soviet-union.html. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2019.
- ↑ Braithwaite & 2011, σελ. 95.
- ↑ Braithwaite & 2011, σελ. 96.
- ↑ Braithwaite & 2011, σελ. 98.
- ↑ 88,0 88,1 88,2 88,3 Braithwaite & 2011, σελ. 99.
- ↑ Braithwaite & 2011, σελ. 104.
- ↑ Afgantsy: The Russians in Afghanistan 1979-89, του Rodric Braithwaite
- ↑ Braithwaite 2011, σελ. 103.
- ↑ «VOL. XVII NO. 2». Kabul New Times. 2 Ιανουαρίου 1980. http://content.library.arizona.edu/cdm/compoundobject/collection/p16127coll6/id/11040/rec/1.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Adamec, Ludwig (2011). Historical Dictionary of Afghanistan. Scarecrow Press. ISBN 978-0-8108-7815-0.
- Amtstutz, J. Bruce (1994). Afghanistan: The First Five Years of Soviet Occupation. DIANE Publishing. ISBN 978-0788111112.
- Arnold, Anthony (1983). Afghanistan's Two-party Communism: Parcham and Khalq. Hoover Press. ISBN 978-0-8179-7792-4.
- Asthana, N.C.· Nirmal, A. (2009). Urban Terrorism: Myths and Realities. Pointer Publishers. ISBN 978-81-7132-598-6.
- Brecher, Michael· Wilkenfeld, Jonathan (1997). A Study of Crisis. University of Michigan Press. ISBN 978-0-472-10806-0.
- Braithwaite, Rodric (2011). Afgantsy: The Russians in Afghanistan, 1979–1989. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-983265-1.
- Camp, Dick (2012). Boots on the Ground: The Fight to Liberate Afghanistan from Al-Qaeda and the Taliban, 2001–2002. Zenith Imprint. ISBN 978-0-7603-4111-7.
- Garthoff, Raymond (1994). Détente and Confrontation: American–Soviet relations from Nixon to Reagan. Brookings Institution Press. ISBN 978-0-8157-3041-5.
- Gladstone, Cary (2001). «Afghanistan: a Country Study (edited by Blood, Baxter, Dupree, Gouttierre & Newell)». Afghanistan Revisited. Nova Publishers. ISBN 978-1590334218.
- Isby, David (1986). Russia's War in Afghanistan. Osprey Publishing. ISBN 978-0-85045-691-2.
- Jessup, John (1983). An Encyclopedic Dictionary of Conflict and Conflict Resolution, 1945–1996. Hoover Press. ISBN 978-0-313-28112-9.
- Kakar, Hassan· Kakar, Mohammed (1997). Afghanistan: The Soviet Invasion and the Afghan Response, 1979–1982. University of California Press. ISBN 978-0-520-20893-3.
- Male, Beverley (1982). Revolutionary Afghanistan: A Reappraisal. Taylor & Francis. ISBN 978-0-7099-1716-8.
- Misdaq, Nabi (2006). Afghanistan: Political Frailty and External Interference. Taylor & Francis. ISBN 978-0415702058.
- Tomsen, Peter (2011). The Wars of Afghanistan: Messianic Terrorism, Tribal Conflicts, and the Failures of Great Powers. PublicAffairs. ISBN 978-1-58648-763-8.
- Rasanayagam, Angelo (2005). Afghanistan: A Modern History. I.B.Tauris. ISBN 978-1850438571.
- Saikal, Amin· Farhadi, Ravan· Nourzhanov, Kirill (2006). Modern Afghanistan: A History of Struggle and Survival. I.B.Tauris. ISBN 978-1-84511-316-2.
- Tripathi, Deepak· Falk, Richard (2010). Breeding Ground: Afghanistan and the Origins of Islamist Terrorism. Potomac Books, Inc. ISBN 978-1-59797-530-8.
- Wahab, Shaista· Youngerman, Barry (2007). A Brief History of Afghanistan. Infobase Publishing. ISBN 978-0-8160-5761-0.