αιφνιδιασμός
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du αιφνιδιάζω.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | αιφνιδιασμός | οι | αιφνιδιασμοί |
Génitif | του | αιφνιδιασμού | των | αιφνιδιασμών |
Accusatif | τον | αιφνιδιασμό | τους | αιφνιδιασμούς |
Vocatif | αιφνιδιασμέ | αιφνιδιασμοί |
αιφνιδιασμός (efnidhiasmós) \ɛf.ni.ði.a.ˈzmɔs\ masculin
- Surprise.
Η τακτική του αιφνιδιασμού.
- La tactique surprise.