wkład
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]wkład (pl) αρσενικό
- η συνεισφορά
- οτιδήποτε βάζουμε ως συστατικό κάπου, το ένθετο, η προσθήκη
- (για στυλό) το ανταλλακτικό