wkład

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wkład (pl) αρσενικό

  1. η συνεισφορά
  2. οτιδήποτε βάζουμε ως συστατικό κάπου, το ένθετο, η προσθήκη
  3. (για στυλό) το ανταλλακτικό