wild

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός wild
συγκριτικός wilder
υπερθετικός wildest

Επίθετο

[επεξεργασία]

wild (en)

  • άγριος
    ⮡  The wild bear is very dangerous.
    Η άγρια αρκούδα είναι πολύ επικίνδυνη.

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

wild (de)