volatility
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]volatility (en)
- (συχνά κακόσημο) η αστάθεια, η ιδιότητα σε ένα ��τομο να αλλάζει εύκολα από τη μια διάθεση στην άλλη
- ↪ The volatility of his character does not create a sense of trust.
- Η αστάθεια του χαρακτήρα του δε σου δημιουργεί αίσθημα εμπιστοσύνης.
- ↪ The volatility of his character does not create a sense of trust.
- η αβεβαιότητα, η αστάθεια, μια κατάσταση που είναι πιθανό να αλλάξει ξαφνικά
- ↪ the volatility of the market - η αβεβαιότητα της αγοράς
- ↪ the price volatility - η αστάθεια των τιμών
- η πτητικότητα, η ιδιότητα ορισμένων υγρών ή στερεών σωμάτων να μετατρέπονται εύκολα σε αέριο
- ↪ Ether is a liquid with a high volatility.
- Ο αιθέρας είναι ένα υγρό με μεγάλη πτητικότητα.
- ↪ Ether is a liquid with a high volatility.