syllogisme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
syllogisme syllogismes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

syllogisme (fr) αρσενικό