swamp
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
swamp | swamps |
swamp (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- ο βάλτος, το έλος, το τέλμα, ειδικά με δέντρα ή θάμνους
- ⮡ Our fields were turned into a swamp by the floods.
- Βάλτωσαν τα χωράφια μας από τις πλημμύρες.
- ⮡ Our fields were turned into a swamp by the floods.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | swamp |
γ΄ ενικό ενεστώτα | swamps |
αόριστος | swamped |
παθητική μετοχή | swamped |
ενεργητική μετοχή | swamping |
swamp (en) (συνήθως στην παθητική φωνή)
- κατακλύζω, κάνω κάποιον να έχει κάτι περισσότερο από αυτό που μπορεί να αντιμετωπίσει
- κατακλύζω, σκεπάζω ή γεμίζω με πολύ νερό