support
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
support | supports |
support (en)
- (μη μετρήσιμο) η υποστήριξη, η στήριξη, η έγκριση που δίνω σε κάποιον ή κάτι επειδή θέλω να είναι επιτυχημένος
- ↪ I have her support.
- Έχω την υποστήριξή της.
- ↪ The government has the support of the people.
- Η κυβέρνηση έχει τη στήριξη του λαού.
- ↪ I have her support.
- (μη μετρήσιμο) το στήριγμα, χρήματα ή αγαθά που δίνω σε κάποιον ή κάτι για να τον βοηθήσω
- ↪ He is the chief source of support for his family.
- Είναι το κυριότερο στήριγμα της οικογένειάς του.
- ↪ He is the chief source of support for his family.
- (μη μετρήσιμο) η υποστήριξη, η συμπάθεια και η βοήθεια που δίνω σε κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση
- ↪ The government promised full support to the earthquake victims.
- Η κυβέρνηση υποσχέθηκε αμέριστη υποστήριξη προς τους σεισμοπλήκτους.
- ↪ The government promised full support to the earthquake victims.
- η στήριξη, πράγμα που στηρίζει κάτι και το εμποδίζει να πέσει
- ↪ The bridge needs another support.
- Η γέφυρα θέλει κι άλλη στήριξη.
- ↪ The bridge needs another support.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | support |
γ΄ ενικό ενεστώτα | supports |
αόριστος | supported |
παθητική μετοχή | supported |
ενεργητική μετοχή | supporting |
support (en)
- υποστηρίζω, βοηθάω ή ενθαρρύνω κάποιον ή κάτι λέγοντας ή δείχνοντας ότι συμφωνώ με αυτό
- ↪ I am supporting my friends.
- Υποστηρίζω τους φίλους μου.
- ↪ They support each other.
- Υποστηρίζονται μεταξύ τους.
- ≈ συνώνυμα: advocate, back, champion, defend, stand up for και stick up for
- ↪ I am supporting my friends.
- υποστηρίζω, βοηθάω ή ενθαρρύνω κάτι να είναι επιτυχημένο δίνοντάς του χρήματα
- ↪ They committed to supporting the business with their own capital.
- Ανέλαβαν να υποστηρίξουν με δικά τους κεφάλαια την επιχείρηση.
- ↪ They committed to supporting the business with their own capital.
- υποστηρίζω, διατρέφω, τρέφω, νοικοκυρεύω, παρέχω όλα τα απαραίτητα, ειδικά χρήματα, ώστε κάποιος ή κάτι να μπορεί να ζήσει ή να υπάρξει
- ↪ He is an orphan; we must support him.
- Είναι ορφανός· πρέπει να τον υποστηρίξουμε.
- ↪ With the salary he gets, he can’t support his family.
- Με το μισθό που παίρνει δεν μπορεί να διαθρέψει την οικογένειά του.
- ↪ He has a large family to support.
- Έχει να θρέψει μεγάλη οικογένεια.
- ↪ He supported all of his children.
- Νοικοκύρεψε όλα του τα παιδιά.
- ↪ He is an orphan; we must support him.
- στηρίζω, υποστηρίζω, βοηθάω να δείξω ότι κάτι είναι αλήθεια
- ↪ Your claim is not supported by facts.
- Ο ισχυρισμός σου δεν στηρίζεται σε γεγονότα.
- ↪ I supported my argument with facts.
- Υποστήριξα το επιχείρημα μου με γεγονότα.
- στηρίζω, υποστηρίζω, κρατώ κάποιον ή κάτι στη θέση του· εμποδίζω κάποιον ή κάτι να πέσει
- ↪ Be careful, the ladder isn’t well supported by the wall.
- Πρόσεχε, η σκάλα δεν είναι καλά στηριγμένη στον τοίχο.
- ↪ The stoa is supported by columns.
- Η στοά υποστηρίζεται από κολόνες.
- ↪ Be careful, the ladder isn’t well supported by the wall.
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
support | supports |
support (fr) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη supporter