Μετάβαση στο περιεχόμενο

somali

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

somali (fr) αρσενικό

  1. τα σομαλικά

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
somali somalis

somali (fr)

  1. σομαλικός, από τη Σομαλία