slide
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
slide | slides |
slide (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | slide |
γ΄ ενικό ενεστώτα | slides |
αόριστος | slid |
παθητική μετοχή | slid |
ενεργητική μετοχή | sliding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
slide (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) γλιστράω, συρόμενος, κινώ ή κινούμαι εύκολα σε λεία ή υγρή επιφάνεια
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- slide (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- slide (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 193. ISBN 9780194325684., λήμμα: γλίστρημα, γλιστρώ