skittish

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός skittish
συγκριτικός more skittish
υπερθετικός most skittish

Επίθετο

[επεξεργασία]

skittish (en)

  • νευρικός, για άλογα που ενθουσιάζονται ή φοβούνται εύκολα και γίνονται δύσκολο να ελεγχθούν
    The horse is skittish today.
    Το άλογο είναι νευρικό σήμερα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη nervous