Μετάβαση στο περιεχόμενο

sidetrack

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας sidetrack
γ΄ ενικό ενεστώτα sidetracks
αόριστος sidetracked
παθητική μετοχή sidetracked
ενεργητική μετοχή sidetracking

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sidetrack < side + track

sidetrack (en) (συνήθως στην παθητική φωνή)

  • αποσπώ την προσοχή κάποιου, αποσυντονίζω, κάνω κάποιον να αρχίσει να μιλάει ή να κάνει κάτι διαφορετικό από το κύριο πράγμα για το οποίο υποτίθεται ότι μιλάει ή κάνει
      I was supposed to be writing a letter but I'm afraid I got sidetracked.
    Υποτίθεται ότι θα έγραφα ένα γράμμα, αλλά φοβάμαι πως αποσπάστηκα.
      Don’t be sidetracked into discussing individual cases.
    Μην αποσπάστε συζητώντας ατομικές περιπτώσεις.
      The new situation has completely sidetracked us.
    Η νέα κατάσταση μας έχει αποσυντονίσει τελείως.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη distract