sidetrack
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | sidetrack |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sidetracks |
αόριστος | sidetracked |
παθητική μετοχή | sidetracked |
ενεργητική μετοχή | sidetracking |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]sidetrack (en) (συνήθως στην παθητική φωνή)
- αποσπώ την προσοχή κάποιου, αποσυντονίζω, κάνω κάποιον να αρχίσει να μιλάει ή να κάνει κάτι διαφορετικό από το κύριο πράγμα για το οποίο υποτίθεται ότι μιλάει ή κάνει
- ⮡ I was supposed to be writing a letter but I'm afraid I got sidetracked.
- Υποτίθεται ότι θα έγραφα ένα γράμμα, αλλά φοβάμαι πως αποσπάστηκα.
- ⮡ Don’t be sidetracked into discussing individual cases.
- Μην αποσπάστε συζητώντας ατομικές περιπτώσεις.
- ⮡ The new situation has completely sidetracked us.
- Η νέα κατάσταση μας έχει αποσυντονίσει τελείως.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη distract
- ⮡ I was supposed to be writing a letter but I'm afraid I got sidetracked.