Μετάβαση στο περιεχόμενο

rupture

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
rupture < παλαιά γαλλική rupture

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rupture (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁyp.tyːʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rupture ruptures

rupture (fr) θηλυκό