rumeur
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
rumeur | rumeurs |
rumeur (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
rumeur | rumeurs |
rumeur (fr) θηλυκό