resourcefulness
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- resourcefulness < resourceful + -ness
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
resourcefulness | resourcefulnesses |
resourcefulness (en)