pure
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | pure |
συγκριτικός | purer / more pure |
υπερθετικός | purest / most pure |
Επίθετο
[επεξεργασία]pure (en)
- (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) καθαρός, σκέτος, που δεν ανακατεύεται με τίποτα άλλο· χωρίς τίποτα να προστεθεί
- ⮡ pure gold - καθαρός χρυσός
- ⮡ pure butter - σκέτο βούτυρο
- καθαρός, που δεν περιέχει επιζήμιες ουσίες
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) καθαρός, σκέτος, τέλειος
- ⮡ a pure waste of time - καθαρή σπατάλη χρόνου
- ⮡ out of pure malice - από καθαρή κακία
- ⮡ This is the pure truth.
- Αυτή είναι η καθαρή αλήθεια.
- ⮡ What he did is pure craziness/fraud.
- Αυτό που έκανε είναι καθαρή τρέλα/απάτη.
- ⮡ The sea yesterday was pure magic.
- Η θάλασσα χτες ήταν σκέτη μαγεία.
- ⮡ It’s pure stupidity.
- Είναι τέλεια βλακεία.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη total
- καθαρός, πολυ σαφές χωρίς καμία ατέλεια
- καθαρός, αγνός, άμεμπτος ως προς την ηθική
- ⮡ pure thoughts - καθαρές/αγνές σκέψεις
- ⮡ pure intentions - αγνές προθέσεις
- ⮡ pure love/friendship - αγνή αγάπη/φιλία
- ⮡ pure excitement - αγνός ενθουσιασμός
- ⮡ pure in the body and mind - καθαρός στο σώμα και στο πνεύμα
- ⮡ Blessed are the pure at heart.
- Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία.
- ≠ αντώνυμα: impure
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) καθαρός, που δεν αποσκοπεί σε πρακτικές εφαρμογές
- ⮡ It’s pure research/theory.
- Είναι καθαρή έρευνα/θεωρία.
- ⮡ pure mathematics - καθαρά μαθηματικά
- ⮡ It’s pure research/theory.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pure < puro
Επίρρημα
[επεξεργασία]pure (it)