Μετάβαση στο περιεχόμενο

pure

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός pure
συγκριτικός purer / more pure
υπερθετικός purest / most pure

Επίθετο

[επεξεργασία]

pure (en)

  1. (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) καθαρός, σκέτος, που δεν ανακατεύεται με τίποτα άλλο· χωρίς τίποτα να προστεθεί
      pure gold - καθαρός χρυσός
      pure butter - σκέτο βούτυρο
  2. καθαρός, που δεν περιέχει επιζήμιες ουσίες
      pure air - καθαρός αέρας
      pure water - καθαρό νερό
     συνώνυμα: clean
  3. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) καθαρός, σκέτος, τέλειος
      a pure waste of time - καθαρή σπατάλη χρόνου
      out of pure malice - από καθαρή κακία
      This is the pure truth.
    Αυτή είναι η καθαρή αλήθεια.
      What he did is pure craziness/fraud.
    Αυτό που έκανε είναι καθαρή τρέλα/απάτη.
      The sea yesterday was pure magic.
    Η θάλασσα χτες ήταν σκέτη μαγεία.
      It’s pure stupidity.
    Είναι τέλεια βλακεία.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη total
  4. καθαρός, πολυ σαφές χωρίς καμία ατέλεια
      She has a pure voice.
    Έχει καθαρή φωνή.
     συνώνυμα: clear
  5. καθαρός, αγνός, άμεμπτος ως προς την ηθική
      pure thoughts - καθαρές/αγνές σκέψεις
      pure intentions - αγνές προθέσεις
      pure love/friendship - αγνή αγάπη/φιλία
      pure excitement - αγνός ενθουσιασμός
      pure in the body and mind - καθαρός στο σώμα και στο πνεύμα
      Blessed are the pure at heart.
    Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία.
     αντώνυμα: impure
  6. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) καθαρός, που δεν αποσκοπεί σε πρακτικές εφαρμογές
      It’s pure research/theory.
    Είναι καθαρή έρευνα/θεωρία.
      pure mathematics - καθαρά μαθηματικά

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pure < puro

Επίρρημα

[επεξεργασία]

pure (it)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]