prieten
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]prieten (ro) αρσενικό (θηλυκό prietenă)
- ο φίλος
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του prieten
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un prieten | prietenul | nişte prieteni | prietenii |
γενική | a unui prieten | prietenului | a unor prieteni | prietenilor |
δοτική | unui prieten | prietenului | unor prieteni | prietenilor |
αιτιατική | un prieten | prietenul | nişte prieteni | prietenii |
κλητική | — | - | — | - |