prey
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]prey (en) (μη μετρήσιμο, ενικός)
- η λεία, ένα ζώο, ένα πουλί κτλ. που το κυνηγάει, το σκοτώνει και το τρώει άλλος
- ↪ The tiger devoured its prey.
- Η τίγρη καταβρόχθισε τη λεία της.
- ↪ The tiger devoured its prey.
- η λεία, ένα πρόσωπο ή αντικείμενο εκμετάλλευσης
- ↪ Wallets were easy prey for the experienced thief.
- Τα πορτοφόλια ήταν εύκολη λεία για τον έμπειρο κλέφτη.
- ↪ Wallets were easy prey for the experienced thief.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]prey (en)