preponderance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]preponderance (en)
- υπεροχή, κυριαρχία
- Israeli military preponderance continues to be advanced against antagonistic Arab states[1]
- το μεγαλύτερο μέρος, η πλειονότητα
- the preponderance of evidence indicates that the defendant is guilty