Μετάβαση στο περιεχόμενο

precinct

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
precinct precincts

Ετυμολογία en

[επεξεργασία]
precinct < ύστερα μεσοαγγλικά: precinct (υποδηλώνοντας διοικητική περιφέρεια) < μεσαιωνικά λατινικά: praecinctum (la), μετοχή αορίστου ουδέτερου γένους (χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό) του ρήματος praecingere (la) «περικυκλώνω» < prae (la) «πριν» + cingere (la) «ζώνω, περιζώνω»

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpriːsɪŋ(k)t/
ΔΦΑ : /ˈpɹisɪŋkt/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

precinct (en)

  1. (βρετανική σημασία) η περιοχή, μια εμπορική περιοχή σε μια πόλη όπου δεν μπορούν να πάνε αυτοκίνητα
      a pedestrian precinct - περιοχή για πεζούς μόνο
  2. (αμερικανική σημασία) η περιφέρεια, ένα από τα τμήματα στα οποία χωρίζεται μια πόλη για να διοργανωθούν εκλογές
      an election precinct - εκλογική περιφέρεια
  3. (αμερικανική σημασία) η περιφέρεια, ένα τμήμα μιας πόλης που βρίσκεται υπό τη δικαιοδοσία ενός αστυνομικού τμήματος· το ίδιο το αστυνομικό τμήμα της περιοχής
      a police precinct - αστυνομική περιφέρεια
      the police precinct - το αστυνομικό τμήμα
  4. (επίσημο) ο υπαίθριος χώρος που οριοθετείται από έναν τοίχο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη district