poursuite

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
poursuite poursuites

poursuite (fr) θηλυκό

  1. η δίωξη, η καταδίωξη, η επιδίωξη, το κυνηγητό
  2. η συνέχιση