potentat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
potentat potentats

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

potentat (fr) αρσενικό