Μετάβαση στο περιεχόμενο

pisi

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pisi < pis- + -i
ρήμα pisi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας pisas pisanta pisata
αόριστος pisis pisinta pisita
μέλλοντας pisos pisonta pisota
υποθετική pisus - -
προστακτική pisu - -

pisi (eo)