Μετάβαση στο περιεχόμενο

pet

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Pet., pět

Επίθετο

[επεξεργασία]

pet (en) (χωρίς παραθετικά)

  • (μόνο πριν από το ουσιαστικό) αγαπημένος, κάτι που με ενδιαφέρει πολύ
      my pet project - το αγαπημένο μου έργο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pet pets

pet (en)

  1. το κατοικίδιο ζώο
      The girl has a rabbit as a pet.
    Το κορίτσι έχει ένα κουνέλι σαν κατοικίδιο.
  2. ο χαϊδεμένος
      He is his mother’s pet.
    Είναι ο χαϊδεμένος της μαμάς του.
ενεστώτας pet
γ΄ ενικό ενεστώτα pets
αόριστος petted, pet
παθητική μετοχή petted, pet
ενεργητική μετοχή petting

pet (en) (μεταβατικό)

  1. χαϊδεύω, αγγίζω απαλά ένα ζώο ή ένα παιδί με ευγενικό και στοργικό τρόπο
      I pet the dog.
    Χάιδεψα το σκυλί.
  2. (ανεπίσημο) χαϊδεύω, για δύο άτομα που φιλιούνται και αγγίζουν με σεξουαλικό τρόπο
      couples petting each other in the park - ζευγαράκια χαϊδεύονται στο πάρκο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη fondle



      ενικός         πληθυντικός  
pet pets

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pet (fr) θηλυκό



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pet (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Αριθμητικό

[επεξεργασία]

pet (sh)