perspicace

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
perspicace < λατινική perspicax

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɛʁ.spi.kas/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
perspicace perspicaces

perspicace (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. οξυδερκής
  2. διορατικός

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]