pastel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pastel (en)

  • το παστέλ (η μπογιά, το ζωγραφικό έργο)



      ενικός         πληθυντικός  
pastel pastels

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pastel (fr) αρσενικό

  • το παστέλ (η μπογιά, το ζωγραφικό έργο)



ενικός πληθυντικός
pastel pasteles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pastel (es)