ostensibly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ostensibly < ostensible + -ly
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɒsˈtensəblɪ/
Επίρρημα
[επεξεργασία]ostensibly (en) (χωρίς παραθετικά)