ordigi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ordigi < ord- + -ig- + -i
ρήμα ordigi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ordigas ordiganta ordigata
αόριστος ordigis ordiginta ordigita
μέλλοντας ordigos ordigonta ordigota
υποθετική ordigus - -
προστακτική ordigu - -

ordigi (eo)