Μετάβαση στο περιεχόμενο

opponent

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
opponent opponents

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

opponent (en)

  • ο/η αντίπαλος
      the exile of political opponents of the regime - η εκτόπιση των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος
      Our opponents are already on the field.
    Οι αντίπαλοι μας είναι ήδη στο γήπεδο.
      He knocked out his opponent with one punch.
    Έβγαλε νοκ άουτ τον αντίπαλο με μια γροθιά.