normal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
normal < λατινική normalis < norma

Επίθετο

[επεξεργασία]

normal (en)

  1. κανονικός, τυπικός, συνηθισμένος, νορμάλ· αυτό που θα περίμενα
    a normal temperature - κανονική θερμοκρασία
    Roast lamb is normal Easter food.
    Το ψητό αρνί είναι το τυπικό πασχαλινό φαγητό.
    He did his normal walk.
    Έκανε το συνηθισμένο του περίπατο.
     συνώνυμα:  common, regular, standard, typical και usual
  2. φυσιολογικός, υγιής
  3. φυσιολογικός, ομαλός, σύμφωνος με τις κοινωνικές αντιλήψεις ή προκαταλήψεις σχετικά με το τι είναι φυσιολογικό ή ομαλό

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]



γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό normal normaux
θηλυκό normale normales

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

normal (fr)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]



ενικός πληθυντικός
normal normales

Επίθετο

[επεξεργασία]

normal (es)



ενικός πληθυντικός
normal normais

Επίθετο

[επεξεργασία]

normal (pt)



Επίθετο

[επεξεργασία]

normal (ro)

Επίρρημα

[επεξεργασία]

normal (ro)