misuse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
misuse misuses

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
misuse < mis- + use

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

misuse (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο)

  • κακή, λανθασμένη ή παράνομη χρήση ενός πράγματος, κατάχρηση
    The warranty doesn’t cover damage from misuse.
    Η εγγύηση δεν καλύπτει βλάβες από κακή χρήση.