misuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
misuse | misuses |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]misuse (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο)
- κακή, λανθασμένη ή παράνομη χρήση ενός πράγματος, κατάχρηση
- ↪ The warranty doesn’t cover damage from misuse.
- Η εγγύηση δεν καλύπτει βλάβες από κακή χρήση.
- ↪ The warranty doesn’t cover damage from misuse.