martini

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /maʁ.ti.ni/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
martini martinis

martini (fr) αρσενικό

  1. μαρτίνι



μαρτίνι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

martini (it)

  1. μαρτίνι, κοκτέιλ αλκοολούχων ποτών