maquereau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
maquereau | maquereaux |
maquereau (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | maquereau | maquereaux |
θηλυκό | maquerelle | maquerelles |
maquereau (fr)
- ο μαστροπός, ο σωματέμπορος, ο εκμαυλιστής, ο ρουφιάνος, ο νταβατζής