mag
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
mag (nl)
- 1ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος mogen
- 2ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος mogen
- 3ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος mogen
- 2ο ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ρήματος mogen