ménopause

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: menopause
      ενικός         πληθυντικός  
ménopause ménopauses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ménopause (fr) θηλυκό